Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Ποινικά κολάσιμες πράξεις η αμφισβήτηση και η απιστία προς τον πολιούχο «θεό»


Στην Ειδωλολατρική Αρχαιότητα συνιστούσαν ποινικά κολάσιμες πράξεις η αμφισβήτηση και η απιστία προς τον πολιούχο «θεό», την επίσημη θρησκεία της αρχαίας Πόλης-Κράτους. Ο κάθε πολίτης «έπρεπε να πιστεύει και να υποτάσσεται στη θρησκεία της πόλης. Μπορούσαν, ωστόσο, να περιφρονούν ή να μισούν τους θεούς της γειτονικής πόλης (...) δεν έχουν δικαίωμα όμως ούτε να σκεφτούν ακόμη την αμφισβήτηση της Πολιούχου Αθηνάς ή του Ερεχθέα ή του Κέκροπα. Η ελευθερία της σκέψης σχετικά με τη θρησκεία ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στους Αρχαίους» (Πηγή: Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349). Γιαυτό άλλωστε, ο Σωκράτης κατηγορήθηκε πως δεν πίστευε ως «θεούς» τους «θεούς» που δεχόταν η Αθήνα με το κατηγόρημα  «δικε Σωκρτης ος πλις νομζει θεος ο νομζων» (Πηγή: Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα, 1, 1). ...

Στην αρχαιότητα συνιστούσε αδίκημα η προσωπική εισαγωγή στην πόλη μιας μη αναγνωρισμένης από το Κράτος ξένης τελετουργίας ή ακόμη και λατρείας προς ξένη «θεότητα»: «Καταδικάστηκε σε θάνατο κάποια ιέρεια που ονομαζόταν Νίνος. Το κύριο αδίκημά της φαίνεται ότι υπήρξε μια απόπειρα να συγκροτήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση ή μια τελετουργία προς τιμήν κάποιας νέας θεότητας (Δημ. 19, 281)» (Πηγή: Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 304). Αυτά λεν για τη Νίνο ο Δημοσθένης  στο Περί της παραπρεσβείας, 281, Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας, 9, Προς Βοιωτόν περί του ονόματος, και ο Διον. Αλικαρνασσεύςστο Περί Δεινάρχου, 11. «Η αθηναϊκή νομοθεσία προέβλεπε ποινές για όσους αρνιόυνταν να τιμήσουν θρησκευτικά μια εθνική εορτή (Πολυδεύκης, 8, 46 - Ουλπιανός, Σχολ. στο Δημοσθένη, Κατά Μειδίου(Πηγή: Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, εκδ. Ειρμός, σ. 349).
Ψευδής είναι επίσης ο ισχυρισμός ότι επειδή υπήρχαν πολλοί «θεοί» (Πολυθεϊσμός), τάχα επιτρεπόταν σε κάποιον να παρατήσει τον «θεό» της πόλης του, ώστε να διαλέξει ελεύθερα να λατρεύει έναν από τους υπόλοιπους «θεούς» του Πανθέου. Διαφορετικό ζήτημα η πολλαπλότητα των «θεοτήτων» και διαφορετικό ζήτημα η ανεξιθρησκία, και δηλαδή, η δυνατότητα απόρριψης της κρατικής θρησκείας και των  κρατικών «θεών» για χάρη κάποιων άλλων. Καμιά «θρησκευτική ατομική ελευθερία», συνεπώς, δεν συνεπάγεται η φύση του Πολυθεϊσμού. Τόσο αντιεξουσιαστικό ήταν το αρχαίο κράτος αναφορικά με το ατομικό δικαίωμα στην επιλογή του προς λατρεία «θεού», που πολλοί καταδικάζονταν για ασέβεια ακόμη και προς τις επίσημα αναγνωρισμένες «θεότητες», λόγω μιας ιδιωτικής λατρευτικής τους πράξης, δίχως να προϋπάρχει νόμος που να την καταδικάζει ως ασέβεια. Η έννοια της ασέβειας ήταν τόσο ασαφής, που ο καθένας κινδύνευε για το παραμικρό να καταδικαστεί σε θάνατο ή πρόστιμο. «Ο Ανδοκίδης είχε επισύρει κάποια ποινή θέτοντας "ικετηρία" στο βωμό του Ελευσίνιου κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, χωρίς να γνωρίζει ότι υπήρχε νόμος που το απαγόρευε αυτό (Ανδ. 1, 113). (...) Ο Ανδοκίδης αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή απ’ ό,τι το σχετικό με τον Αισχύλο ανέκδοτο, και είναι προτιμότερο να δεχθούμε ότι στο αθηναϊκό δίκαιο μια πράξη μπορούσε να θεωρηθεί ως ασεβής, ακόμη κι αν ο δράστης δεν γνώριζε, όταν τη διέπραττε, ότι ήταν ασεβής. (...) Φαίνεται απίθανο να είχαν ασπαστεί οι Αθηναίοι την άποψη ότι μια πράξη δεν μπορούσε να είναι ασεβής, αν κανείς νομοθέτης δεν είχε σκεφθεί να την απαγορεύσει» (Πηγή: Douglas M. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, εκδ. Παπαδήμα, σ. 306-307).
Σε απλά ελληνικά, η ειδωλολατρική θρησκεία των Αρχαίων ήταν τόσο ανεκτική, ώστε μπορούσες ξαφνικά, δίχως καλά-καλά να το καταλάβει κανείς, να βρεθεί κατηγορούμενος για «ασέβεια» και να θανατωθεί για μια λατρευτική του πράξη, δίχως να προϋπάρχει νόμος που να καταδικάζει τη συγκεκριμένη πράξη. Αυτά ασφαλώς δεν ήταν μεμονωμένα φαινόμενα. Ο Τιβέριος «απαγόρευσε τις ξένες λατρείες ιδιαίτερα τις αιγυπτιακές και εβραϊκές τελετουργίες, και εξανάγκασε εκείνους που είχαν σχέση με αυτές να κάψουν τα θρησκευτικά ενδύματα και εξαρτήματά τους» (Πηγή: Σουετώνιου, Τιβέριος, 36). Ο Κλαύδιος «εξαφάνισε εντελώς από τη Γαλατία τη σκληρή και απάνθρωπη θρησκεία των Δρυιδών, που στα χρόνια του Αυγούστου είχε απαγορευτεί για τους Ρωμαίους πολίτες» (Πηγή: Σουετώνιου, Κλαύδιος, 24). Γενικότερα, ήταν παράβαση νόμου η εισαγωγή ξένης θρησκείας που δεν εγκρίθηκε από τη ρωμαϊκή Γερουσία, όπως αναφέρει ο  Κικέρωνας «nemo habesset deos sive novow dive advenas nissi publice adsvitos» (Πηγή: Κικέρων, De legibus, 2, 8), και ο παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου