Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Παρατσούκλια από το Ρεγκίνι Λοκρίδας


Παρατσούκλια είχαμε πολλά στο χωριό. Επώνυμα δεν μπορώ να πω. Παρατσούκλια, όμως, θα σου πω και θα γελάς ως αύριο. Έχουμε και λέμε:

Ταρίτας: Αυτό το παιδί έκανε πως οδηγούσε αμάξι, και παρίστανε τον ήχο της κόρνας: Ταρί-ταρί-ταρί-ταρί! Του ’μεινε αυτό το παρατσούκλι.
Ταζ: Το ίδιο άτομο η γλώσσα του κόλλαγε. Έτσι, κάτι ήθελε να πει στην παρέα του, κόλλησε, κι έλεγε όλο Ταζ, Ταζ, Ταζ, Τάζ, Ταζ…
Μακαντώνια: Δύο αδέρφια: Ούτε και η ίδια τους η μάνα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον Μάκη απ’ τον Αντώνη. Έτσι, οι χωριανοί τους έλεγαν, Μακαντώνια, για να ’ναι σίγουροι πως έλεγαν για καθέναν το σωστό όνομα. Ο ένας αρραβωνιάστηκε, όμως η αρραβωνιαστικιά του έφυγε εξηγώντας στους γονείς της: αρραβωνιάστηκα έναν, και, υποψιάζομαι πως πήρα δύο!..
Κορκόδειλος: Αυτός όταν ήταν νέος ήτανε ψηλός και λεπτός, ακριβώς όπως οι κροκόδειλοι.
Κακόγιωργας: Όταν ήταν νέος, ήτανε «πολύ καλό παιδί!»
Τρίτης ή Διάολος: Ειδικότης του: Οι ρουφιανιές. Οι χωριανοί αναρωτιούνται: «Αφού ο Θεός έφτιαξε τον Τρίτη, τι τον ήθελε τον διάολο;»
Σεϊτάνης: Το προηγούμενο πρόσωπο.
Βουνγκ: Αυτός έτρεχε πίσω απ’ το λεωφορείο αναπνέοντας τα αέρια της εξάτμισης, και φωνάζοντας : «Βουνγκ, βουνγκ, βουνγκ, βουνγκ!»
Σουβλής: Στην εποχή του οι σούβλες ήταν ξύλινες. Κατασκεύασε σούβλες. Ονειρευόταν ψητά, και, είχε όλα τα προσόντα για να τον πουν «Σουβλή» Τώρα, έχει χοληστερίνη 400, ζάχαρο 300, και ουρικό οξύ 11. Τρώει κολοκυθάκια νερόβραστα και αναπολεί τις παλιές ένδοξες ημέρες. Το μόνο που του απέμεινε είναι το παρελθόν και το παρατσούκλι «Σουβλής».
Τζαβέλλας: Έπαιξε κάποτε σ’ ένα σχολικό σκετς το Τζαβέλλα, και τον «κόλλησαν» το παρατσούκλι.
Παπα-διάολος: Δεν ήταν παπάς, ταξιτζής ήταν, και είχε το μαλλί αφάνα, προφανώς το κληρονόμησε από κάποιον πρόγονό του.
Πολυβόλος: Η αγαπημένη του, αφήγηση ήταν για τον Β΄ παγκόσμιο, κι έλεγε: Το π-π-π-π-πολυβόλο… (κόλλαγε στο «π».) Δεν άργησαν να του «κολλήσουν» το παρατσούκλι αυτό.
Ντούτσε: Αυτός Έμοιαζε με το Μουσολίνι, και τον ονόμασαν έτσι.
Τίτο: Αυτός έμοιαζε με τον Τίτο, και τον ονόμασαν έτσι.
Πατσαλιάς: Τον είπανε έτσι επειδή ήταν ατσούμπαλος.
Μάου-μάου: Όταν ήτανε μικρός πήγε στο περίπτερο και είπε:
«Δώμ’ ένα μάου μάου» (=Μίκυ Μάους) Από τότε τον λέμε Μάου-μάου.
Κασμάς: Έχει προτεταμένη μύτη, και τον είπανε «κασμά».
Παπα-Σουμάχερ : Αυτός ο παπάς τρέχει πολύ γρήγορα με το αυτοκίνητό του.
Κάτσικος : Τον είπανε έτσι λόγω του επαγγέλματός του. (τσοπάνης)
Μαρσάνας : Αυτός είναι ταξιτζής, και μαρσάρει πολύ με το ταξί.
Σουβλογιαννού : Η γυναίκα του Σουβλή.
Τσιλάρας : Δεν ξέρω από που βγαίνει.
Βάγιας : Στην εκκλησία έπαιρνε μάτσα ολόκληρα με δάφνες (δάφνες Απολλωνίες), δήθεν για ν’ αγιάσει το σπίτι του, ενώ τις κρέμαγε στο χαγιάτι του για να ρίχνει η γυναίκα του στη φακή.
Τσίτσας : «Να ’χαμε μια τσίτσα κρασί…» Εκεί ήταν το μυαλό του. Του απέμεινε η χοληστερίνη και το ζάχαρο, γαρνιρισμένη με καρδιοπάθειες. Το παρατσούκλι του ’μεινε.
Σκτέλλας : Ο Ηπειρώτης παππούς του έφτιαχνε κουτάλες. Στην Ήπειρο λέγονταν «σκτέλλες».
Τσαρχάκιας : Ο παππούς του έχασε τα παπούτσια του, και, γύριζε εδώ κι εκεί λέγοντας «Τα τσα’ρχάκια μ’, τα τσα’ρχάκια μ’!»
Χλιπ : Έφτιαχνε συρμάτινες ρόδες όταν ένα άλλο παιδί του είπε : «Οι δικές σου δεν κάνουνε χλιπ-χλιπ όταν στρίβουν». Τον έπιασε θλίψη. Τελικά του «κόλλησαν» το παρατσούκλι «χλιπ».
Φωλιάνας : Χάλαγε τις φωλιές των πουλιών. Τα πουλιά, όμως, του άφησαν αυτό το παρατσούκλι.
Τσιπάτος : Δεν βγαίνει απ’ το «τσίπα». Όταν στο κυνήγι σκότωνε κάποιο πουλί κι αυτό έπεφτε σε κάποια ρεματιά ή σε βάτα, έλεγε στα πιτσιρίκια που τον ακολουθούσαν: «Τσίπα το!» (=σύρε φερ ’το). Του ’μεινε το όνομα.
Ανεμοστρόβιλος : Αυτός ήταν ανάπηρος απ’ το ένα πόδι, και όταν χόρευε, ήταν σωστός… «ανεμοστρόβιλος!»
Μανταβός : Αυτός δεν έχει και τόσο καλές σχέσεις με το σαπούνι.
Κιτσώβας : Ένα στάδιο μετά το Μανταβό.
Πρεσβυτέρα : Είχε βλέψεις προς έναν παπά (ζωντοχήρο), αν και παντρεμένη.
Κάου : Έλεγε: «Τα λεφτά είναι μπαμ και κάου.» (= τα λεφτά είναι μετρητά). Του έμεινε το «κάου.»
Τζιτζέρας : Όλο γκιιζέραγε, δηλαδή γύρναγε εδώ κι εκεί. Έτσι τον είπανε «Τζιτζέρα».
Ρίγανης : Μάζευε ρίγανη απ’ το βουνό και των εμπορευόταν. Ελάχιστοι εκτός απ’ αυτόν γνωρίζουν το επώνυμό του.
Σάκης ο παθιάρης : Είναι ερωτευμένος μ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, όμως δική του δεν έχει.
Σκρούμπ’ς : Τα μαλλιά του άρπαξαν φωτιά όταν ήτανε μικρός. Έγιναν, δηλαδή, «σκρούμπος.» (= κάηκαν).
Σαρκοφάγος : Όταν ήτανε μικρός δάγκωσε τη γιαγιά του. Έτσι, του «κόλλησαν» αυτό το προσωνύμιο.
Σημαδεμένος : Ο δάσκαλος τον έβγαλε απ’ την παρέλαση επειδή ήταν τσαλακωμένο το πουκάμισό του. Έτρεξε σπίτι, έβαλε κάρβουνα στο σίδερο, το ασφάλισε καλά, και πήγε να σιδερώσει το γιακά του. Η κραυγή ακούστηκε ως την παρέλαση (έφτασ’ ο ρέκος στην Αγιαρσαλή). Αγιαρσαλή = Αγία Ιερουσαλήμ, εκκλησάκι στην κορφή του Παρνασσού.


Η καταγραφή έγινε το 2007, από το μαθητή Κωνσταντίνο Γ. Πολύμερο που ρώτησε τη γιαγιά του Κωνσταντία Νικολάου, η οποία γεννήθηκε το 1926 στο Ρεγκίνι Λοκρίδας

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑΣ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου