Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ, ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΡΑΝΗ


Α. Καταγωγή - Οικογενειακά στοιχεία

Με λένε Βασιλική Γεράνη κι είμαι 84 χρονών. Ου πατέραζ μ’ κι η μάνα μ’ γινήθ΄καν κι μεγάλωσαν στο Λυχνό. Ου πατέραζ μ’ ήταν τσοπάνος κι η μάνα μ’ βόηθαε τον πατέρα μ’ στα χωράφια, στα πράματα, άρμεγε τα πρόβατα και τα γίδια και το βράδ’ κανόν’ζε τσ’ δ’λειές στο σπίτ’...
Απ’ τους γονείς αγάπαα και τσ’ δυο, γιατί κι οι δύο φεύγαν απ’ το σπίτ’ το πρωί και ματαρχώταν το βράδ’ απ’ τσ’ δ’λειές. Εκείνοι μας αγάπαγαν ολ’νούς και μας φέρονταν καλά.
 Τα παιδικά χρόνια τα πέρασα στου χωριό το Λυχνό, με όλ’  τη φαμίλια. Η γειτονιά μ’ κείνα τα χρόνια ήταν καλύτερ’ από σήμερα. Τα σπίτια μας ήταν ούλα ένα, δεν ήταν τότε δρόμ’ πλατείες, πάρκα και παιδικές χαρές, αλλά είχαμι αγάπ’ ούλοι.
Με τον άντρα μ’ γνωριστήκαμι με προξινιό.
Είχα έναν αδερφό κι δυο αδερφές. Τα κορίτσα τότε δε τ’ άφ’ναν να βγουν όξω, ενώ όταν έβγαιναν στα παγγύρια και στην εκκλησά πάηναν με τ' αδέρφια τσ’. Καμίνια βολά όμως τ' αγόρια πάειναν στα μαγαζιά όταν σ’μάζευαν τσ’ δ’λειές. τσ’ και κάθονταν καμίνια ώρα.
Τα μικρότερα παιδιά τότε τα τήραγαν οι βαβές (=γιαγιές) κι εμείς τα τρανύτερα φ’λάγαμι τα μ’κρότερα. Τότε οι γονείς μας έδερναν, έκοβαν μια βίτσα (=κλάρα) κι μας βάραγαν, γιατί δεν κάναμι καλά.


Β. Σχολική ζωή

Σχολείο πάεινα. Τότι δεν είχαμι σχολεία και παέναμε τσ’ εκκλησιές και γένονταν το μάθημα εκεί. Εμείς αυτό λέγαμε σχολείο. Το σχολείο μ’ δηλαδή η εκκλησά ήταν στην άκρ’ στο χωριό. Ήταν λιγάκ’ μακριούτσ’κα και πάεινα με τα ποδάρια. Μέσα δεν είχε τίποτα καθόμασταν καταή και γυρβολιά είχε μια αλάνα κι εκεί έβγαιναμε και παίζαμε.
Το σχολείο είχε καμίνια εικοσπενταριά (25) μαθητές. Σχολείο πάηνα το πρωί και το απόγευμα. Είχαμι έναν δάσκαλο κι αυτόν τον ταΐζαμι με τη σειρά γιατί δεν είχε να φάει. Ήταν πολύ αυστηρός δάσκαλος και μας βάραγε.
Όταν πρωτοπήγαμε σχολείο είχαμε πλάκες και γράφαμε με κοντύλια. Για κολατσό παίρναμε απ’ το σπίτι. Στα διαλείμματα επαίζαμε πιχνίδια. Παρέλαση δεν πέρασα, γιατί δεν έκαναμι εδώ στο χωριό.
Δεν πάειναν ούλα τα παιδιά σχολείο, ούτε συνέχιζαν σε άλλα σχολεία. Οι γονείς μ’ δεν ξέραν γράμματα. Θέλαν να κάνω δ’λειές.
Στα μαθήματα δεν με βόηθαε κανένας. Ξένες γλώσσες τα παιδιά δε μάθαιναν, ούτε ήξεραμι τι είναι αυτές.  Τότε πολλά παιδιά π’ δεν είχαν παπούτσα πάειναν ξ’πόλυτα, όσα είχαν έφτιαναν γρουνοτσάρ’χα (=από δέρμα γουρουνιού δεμένο με σχοινιά) και τα έδεναν στα πόδια.
Τα παιδιά τότε φόραγαν μάλ’νες φανέλες και με μάλ’να τσουράπια που έπλεγαν στο χέρ’ με βελόνες και ύφαιναν τς φανέλες στον αργαλειό. Για σχολική τσάντα είχα μαρούδα (από ύφασμα που το ράβαν οι ίδιες οι γυναίκες και το πέρναγαν στο λαιμό).


Γ. Παιχνίδια

Σαν παιδιά παίζαμι κτσανολάκ, πεντόβολα, κρυφτό. Γρατσούναγα κάτου στη γη 6 σκαλιά και με μίνια κιραμίδα παίζαμι το κτσανολάκ. Από 5 λ’θαράκια μικρά πέρναμι και παίζαμι τα πεντόβολα. Το κρυφτό όπως το παίζ’νι και σήμερα. Τα παιχνίδια παίζονταν τσ’ λάκες και στα σοκάκια. Αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν τα πεντόβολα.
Δεν παίζαμι απ’ αυτό (=ποδόσφαιρο), αλλά τα Χριστούγεννα παίρναμι τη φούσκα απ’ το γ’ρούν’, τη φ’σκώναμι και παίζαμι όσο κρατούσε. Δεν έπαιζαν μαζί αγόρια και κορίτσια, έπαιζαν ξεχωρ’στά, κορίτσα με κορίτσα και παιδιά με παιδιά (=αγόρια).
Μας άρεσε να φκιάνουμε με λάσπη, φκιάναμι π’λάκια με τη μάνα τα, λουλ’δάκια, λαΐνες (=στάμνες που έβαζαν νερό). Με ξύλο φκιάναμι  καλ’βούλες κι εκεί παίζαμι.
Παγωτό σαν παιδί δεν έφαγα, γιατί δεν είχαμι τότε.


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα

Όταν είχαμε χρόνο τότε έγνεθαμι, έπλεκαμι κι ύφαιναμι στον αργαλειό. Εφημερίδες δεν είχαμι τότε. Οι γιαγιάδες μας έλεγαν παραμύθια κι ιστορίες. Θυμάμι μια ιστορία. Θα σας τ’ν πω :

Κίν’σι το σ’μπεθεριό απ’ το κάτ’ χωριό την Αμαλώτα, πήρε το μονοπάτ’ ανεβαίνοντας για τα χωριά Καστανιά - Νεοχώρι. Ήταν όλ’ καβάλα σ’ άλογα, μαζί κι η νύφ’ κι ο γαμπρός. Στα μισά τς στράτας ξαφνικά βγήκε μια γ’ναίκα νεράιδα και σταμάτ’σε το σ’μπεθεριό κι αρχίν’σε να κάν’ ερωτήσεις. Ρωτάει στην αρχή : - Τι είναι το ένα ; Τα άτομα που ήταν μπροστά απ’ τη νύφ’ δεν ήξεραν τι σ’μαίν’ το ένα, και τς μαρμάρωσε ολ’νούς. Μετά απ’ ολ’νούς φθάν’ στη νύφ’ κι τη ρωτάει :
- Τι είναι το ένα ; Η νύφ’ απαντάει : - Ένας είναι ο Θεός.
- Τι είναι το δύο ; Λέει : - Δύο κέρατα έχ’ το βόιδ’.
- Τι είναι το τρία ; Λέει : - Τρία πόδια έχ’ η σιδ’ροστιά.
- Τι είναι το τέσσερα ; Λέει : - Τέσσερα β’ζά (βυζιά) έχ’ η γελάδα.
- Τι είναι το πέντε ; Λέει : - Πέντε δάχτυλα έχ’ το χέρ’.
- Τι είναι το έξ ; Λέει : - Έξ αστέρια σέρν’ η Πούλια.
- Τι είναι το εφτά ; Λέει : - Εφτά παρθένες στο χορό.
- Τι είναι το οχτώ ; Λέει : - Οχτώ πόδια έχ’ το χταπόδ’.
- Τι είναι το εννιά ; Λέει : - Εννιά μήνες κάν’ να γεν’θεί το πιδί.
- Τι είναι το δέκα ; Λέει : - Δέκα β’ζά έχ’ το γ’ρούν’.
- Τι είναι το έντεκα ; Λέει : - Έντεκα μήνες κάν’ να γεν’θεί το μ’λάρ’.
- Τι είναι το δώδεκα ; Λέει : - Δώδεκα μην’ς σέρν’ ο χρόνος.
Και τέλος έφτασε στο 13 και ρωτάει τα’ νύφ’, αφού είχε απαντήσ’ τα υπόλοιπα. - Τι είναι το δεκατρία ; Και η νύφ’ απαντάει : - Δεκατρίξ και ξερίξ. Η νεράιδα έμεινε ξερή στον τόπο.
Η νύφη με τους υπόλοιπους προχώρησαν. Η νεράιδα με τους πρώτους είναι μαρμαρωμένη εκεί και το μέρος αυτό ονομάζεται “Σ’ΜΠΕΘΕΡ’ΚΟ”.

Κάθε μέρα ήμασταν στα β’νά  και φ’λάγαμε τα γίδια και τα πρόβατα. Το αγαπημένο μου φαΐ ήταν το κοσμάρ (=τυρί λειωμένο στο τηγάνι). Τη Λαμπρή παέναμι με παρέες μοναχά εμείς τα κορίτσια και λέγαμε τα κάλαντα και μας έδ’ναν αυγά και καρύδια.
Το βράδ’ το χειμώνα μαζεύομαστανσ’ ένα κονάκ’ παρέες μεγάλες κι έγνεθαμε, τραγουδάγαμε οι γ’ναίκες και οι άντρες κ’βέντιαζαν. Το καλοκαίρ’ το βράδ’ άντρες και γ’ναίκες ούλ’ παρέα μαζί με παιδιά ξεφλουδάγαμε καλαμπόκια και τα στουμπάγαμε και τα μαζεύαμε στα τσουβάλια.
Απ’ τα ξένα χωράφια καμίνια βολά έκλεβαμε κάνα  φρούτο και δεν μας καταλάβαιναν γιαρτί τα παίρναμε κρυφά-κρυφά. Στην εκκλησιά τα’ χωριού πάειναμι τη Λαμπρή και τα’ Χριστού. Δεν ήξεραμι τι είν’ αυτό το Κατηχητικό.
Οι μεγάλοι μας φέρονταν καλά. Είχαν κάποια αδέρφια μ’ κλίση σε καλές τέχνες, αλλά δεν ασχολήθ’καν γιατί φ΄λάγαν τα πρόβατά τς. Με αθλητισμό δεν ασχολούνταν κείν’ την εποχή. Είχαν άλλες δ’λειές.


Ε. Κοινωνική - Πολιτιστική ζωή

Τότε διασκεδάζαμι στα παγγύρια, τσ' γάμους και τς γιορτές. Στη γιορτή τσ' εκκλησάς γινόταν παγγύρ’. Όλ’ τραγούδαγαν και χόρευαν. Έπαιζαν απ’ ούλα τα τραγούδια. Τραγούδαγαν με το στόμα κι έπαιζαν τη φλογέρα.
Στο σπίτι γλεντούσαμε τς χαρές κι όταν έτρωγαμαν έλεγαμε τραγούδια τς ταύλας. Θ’μάμαι το τραγούδι «Πάνω σε τρίκορφο βουνό» :

Πάνω σε τρίκορφο βουνό, μάνα και διχατέρα,
δυο μαζεύαν τον αμάραντο και το μελισσοβότανο
κι εκεί που τον μαζεύανε βρίσκουν έναν λαβωμένο
μάνα μ’ να τον μαζέψουμε στο σπίτι να τον πάμε
δεν είναι ξένος, μα ούτε αλαργηνός.
Οι μεγαλύτεροι χόρευαν μόνο ελληνικούς χορούς. Τη Λαμπρή τη γιορτάζαμε ψήνοντας και χορεύοντας. Τα Χριστούγεννα σφάζοντας το γ’ρούν’ και την Πρωτοχρονιά φκιάναν το μπακλαβά. Καρναβάλι και μασκαράδες την Αποκριά δεν είχαμε τότε. Τη Σαρακοστή νηστεύαμε ούλ’, τρώγαμι ψωμί κι ελιές, φασόλια και φακές.
Τη γιορτή του πατέρα μας γίνονταν επισκέψεις ξένων και γλέντι. Τοπικό έθιμο ήταν τ’ Αγίου Γεωργίου στην εκκλησά έφερναν γυρβολιά οι Γιωργάδες και χόρευαν.
Στις γιορτές ο πατέραζ μ’ φορούσε παντελόν’ , τσαρούχια με φούντες και πουλόβερ με μαλλί απ’ τα πρόβατα. Η μάνα μ’ φανέλα με χρωματιστές αράδες υφασμέν’ στον αργαλειό. Οι γυναίκες τότε φόραγαν γιορδάνια (=περιδέραια). Τα μαλλιά τους τα ’φκιαναν κοσίδες (=κοτσίδες), δεν τα ’βαφαν ποτέ.
Στη γιορτή αλ’νού δεν πάειναμι τίποτα (για δώρο), πάειναμι όλ’ για το καλό. Με ολ’νούς τς συγγενείς τάχαμι καλά.
Στο παζάρ’ πάειναμι. Γινόταν το Σεπτέμβριο. Παίρναμι κουραμπιέδες. Στο χωριό δεν ήρθε κινηματογράφος, ούτε Καραγκιόζης.
Σε πάρα πολλούς γάμους πήγα. Θ’μάμαι τς όμορφες προβέντες και τα γλέντια απ’ γίνονταν απ’ το βράδ’ ως την αυγή.
Παρατσούκλια χτο χωριό χρησιμοποιούσαν γιατί υπήρχαν πολλοί με το ίδιο επίθετο, όπως επώνυμο Γεράνης (παρατσούκλι Ατζέμης), επώνυμο Θεοδωρόπουλος (παρατσούκλι Χαλής), επώνυμο Παπασταμούλης (παρατσούκλι Τσαμούης).


Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή

Το πρωί ξυπνούσαμε χαράματα και κ’μόμασταν αποβραδίς. Για διακοπές και μπάνια στη θάλασσα δεν ξέραμε. Σε όλες τς δ’λειές ήμασταν παρών. Οι γ’ναίκες δούλευαν στο σπίτι, στα χωράφια και στα πρόβατα.
Στο σπίτι μέναμε όλοι μαζί κι ήμασταν αγαπημέν’. Στο σπίτι κ’μόμασταν ό’ μαζί στο πάτωμα. Όλοι τρώγαμε μαζί. Για κολατσό στα χωράφια οι γονείς μας έπαιρναν ψωμί και τυρί το χειμώνα, ξύδ’, σκόρδο και νερό το καλοκαίρι για να ξεδιψάνε. Για να διατηρηθούν τα φαγητά τα βάζαμε στο κατώι και το κρέας μέσα στη λίπα.
Ταξίδια τότε δεν πάειναμι. Ξενητεύτηκαν από δω τότε στην Αμερική, Καναδά, Αυστραλία για να φέρουν λεφτά. Τηλέφωνα δεν είχαμε, μόνο στέλναμι γράμματα.
Από αρρώστιες θυμάμαι τη φυματίωση και δεν υπήρχαν φάρμακα γι’ αυτή. Αν αρρώσταινε κάποιος πάεινε σε πρακτικούς γιατρούς. Τα φάρμακα τότε ήταν κινίνο, παυσίπονα και για τς  διάρροιες είχαμι βότανα. Μάζευε η μάνα μ’.
Η μάνα μας έμαθε ράψιμο, κέντημα, όλα. Στο χωριό δεν υπήρχε κουρείο κι οι άντρες κουρεύονταν μεταξύ τ’ς ο ύλ’. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί ήμαν εδώ και θ’μάμαι π’ κάψαν τα σπίτια στα χωριά. Στην Κατοχή ήμουν μικρή κι έχασα πολλούς δικούς μου, όπως τον άντρα τς αδερφής μ’. Όμως ένα δυσάρεστο περιστατικό που θα το θ’μάμαι είναι όταν ήμαν 20 χρονών και με πήραν στα β’να οι αντάρτες, μου ’δωκαν ραβίδα[1] και μ’ άφ’ναν να φ’λάω.
Οι γονείς μου δεν είχαν ρολόι και καταλάβαιναν την ώρα απ’ τον ήλιο, το φεγγάρ’ και τ’ αστέρια. Για κάποιο έργο στο χωριό, οι γονείς μας βόηθαγαν με “προσωπική εργασία” στα πάντα.

Ζ. Συνθήκες ζωής

Το συνηθισμένο φαΐ για τους βοσκούς ήταν το ψωμοτύρ’. Το χειμώνα το σπίτι (όπως όλα) ζεσταίνονταν με τζάκι. Το βράδυ για φωτισμό είχαμε το καντήλι με το πετρέλαιο. Οι δρόμοι τυ χωριού δεν φωτίζονταν, ήταν παντού σκοτάδια.
Το πατρικό μου σπίτι ήταν από πλίθα με χώμα, βονιά και άχυρο. Από πάνω ήταν σκεπασμένο με τσίγκια. Τα άλλα σπίτια ήταν σχεδόν όπως το δικό μας.
Είχαμε κήπο με λαχανικά, που καλλιεργούσαμε μόνοι μας. Ζώα στο σπίτι είχαμ’ απ’ ούλα και τα φρόντιζε πρώτα ο αγρότ’ς ο πατέραζ μ’ και μετά όλ’  οι υπόλοιποι.
Νερό το σπίτι δεν είχε και παίρναμε απ’ έναν αύλα, που ήταν μακριά. Συσκευές δεν είχαμι. Το φαΐ μαγειρευόταν στο φωτογών[2]’ με χαλκώματα. Το ψωμί το ζ’μώναμι και το ψήναμι στο σάτς (=γάστρα).
Η τουαλέτα ήταν έξω. Για να πλυθούν τα ρούχα ανάβαμι καζάν’ με ζεστό νερό κι έπλεναμι σε ξύλινο σκαφίδ’. Για απορρυπαντικό φκιάναμι αλυσίβα με στάχτη και τα πλέναμι.
Για να πλυθούμε ζεσταίναμε νερό στην κατσαρόλα. Τα ρούχα στεγνώνονταν στον ήλιο και σιδερώναμι μόνο τα καλά. Στο σπίτι είχαμε αργαλειό και υφαίναμε όλα τα ρούχα.
Τότε δεν μας ένοιαζε η εμφάνιση. Ντυνόμασταν όπως να ήταν. Από τα χρόνια εκείνα νοσταλγώ πιο πολύ την υγεία μας και τον καθαρό αέρα. Η σημερινή εποχή είναι πολύ χάλια.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ


[1] Αραβίδα λεγόταν ένα κοντόκανο αυτόματο όπλο. Το χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες.
[2] φωτογώνι = φωτιά+γωνιά , δηλ. το τζάκι.

1 σχόλιο: