Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ.ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΠΑΘΙΑΣ


Με λένε Γεώργιο Σπαθιά και είμαι 75 ετών. Οι γονείς μου κατάγονταν από τη Λιλαία Φωκίδας. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός. Αγαπούσα και τους δύο γονείς μου εξίσου. Μου συμπεριφέρονταν με στοργή αλλά και αυστηρότητα. Τα παιδιά και νεανικά μου χρόνια τα έζησα στο χωριό μου Λιλαία Φωκίδας. Η γειτονιά που έμενα είχε πέτρινα σπίτια, στενούς δρόμους και λίγα δένδρα. Με τη γυναίκα που παντρεύτηκα είμαστε από το ίδιο χωριό...  
Είχα έναν αδερφό. Μικροί μαλώναμε, για παιδικές διαφορές. Τα κορίτσια τότε ήταν περισσότερο περιορισμένα. Στ’ αγόρια από την εφηβεία και μετά δεν υπήρχαν περιορισμοί. Όταν έλειπε η μητέρα μας πρόσεχα τον αδερφό εγώ που ήμουν ο μεγαλύτερος.
Η μεγαλύτερη αταξία που έκανα ήταν που εγκατέλειψα ανατεθείσα σε μένα εργασία. Τιμωρήθηκα με δίωρο νυχτερινό εγκλεισμό στον αχυρώνα. Οι γονείς τότε έδερναν όταν τους φταίγαμε.
Β. Σχολική ζωή

Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο στο χωριό μου. Ήταν πέτρινο κτίριο, με ευρύχωρες αίθουσες και μεγάλο προαύλιο. Το σχολείο ήταν 300 μ. από το σπίτι μου και εξυπακούεται ότι πήγαινα με τα πόδια. Το σχολείο το έχω στην καρδιά μου. Δεν μου άρεσε η απόσταση των δασκάλων από μας.
Το σχολείο είχε περί τους ενενήντα μαθητές. Κάναμε μάθημα και πρωί και απόγευμα. Τα μαθήματα διαρκούσαν 6 ώρες την ημέρα (4 το πρωί και 2 το απόγευμα). Τα μαθήματα ήταν : ανάγνωση, γραμματική, μαθηματικά, θρησκευτικά, ιστορία, γεωγραφία, φ. ιστορία, φ. πειραματική, χημεία, τεχνικά και σπανιότατα γυμναστική.
Είχαμε 2 δασκάλους, που ήταν μάλλον αυστηροί και σε απόσταση από τα παιδιά. Καλοί μαθητές ήταν αυτοί που είχαν τις καλύτερες επιδόσεις. Στην Α΄ τάξη γράφαμε στην πλάκα. Στις υπόλοιπες τάξεις γράφαμε με μολύβι, με εξαίρεση την αντιγραφή στην Ε΄ και Στ΄ τάξη που τη γράφαμε με κοντυλοφόρο.
Από βιβλία είχαμε μόνο ένα, το αναγνωστικό. Δεν έχω κρατήσει κανένα. Σε κάθε γιορτή είχα ποίημα. Θυμάμαι :

«Άνοιξις είναι έλιωσαν εις τα βουνά τα χιόνια
και έλιωσαν τα σκοτεινά τα τετρακόσια χρόνια …»

Χαρτζιλίκι δεν υπήρχε τότε, αλλά ούτε και κολατσιό απ’ το σπίτι. Στα διαλείμματα παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Παρέλαση δεν πέρασε γιατί στο χωριό μου δεν γινόταν παρέλαση.
Άλλο σχολείο δεν υπήρχε. Όλα τα παιδιά του χωριού μου πήγαιναν στο σχολείο. Ελάχιστα σταματούσαν. Σχεδόν όλα τα αγόρια συνέχιζαν σε ανώτερα σχολεία. Από τα κορίτσια ελάχιστα.
Από τους γονείς μου, ο πατέρας μου ήταν του 4ταξίου Δημοτικού. Η μητέρα μου ήταν αγράμματη. Εγώ ήθελα να σπουδάσω. Τους γονείς δεν τους ενδιέφεραν και τόσο οι σπουδές, γιατί για τις σπουδές απαιτούνταν χρήματα. Ήθελαν να γίνουμε καλοί γεωργοί ή καλοί επαγγελματίες.
Στα μαθήματά μου δεν με βοηθούσε κανένας. Η ξένη γλώσσα ήταν άγνωστο είδος  τότε. Λίγα παιδιά έρχονταν στο σχολείο με τσόκαρα ή με πέδιλα (στο χωριό μου). Τα παιδιά ντύνονταν τότε φτωχικά. Τα ρούχα τους ήταν κυρίως από υφαντά και πλεχτά της μάνας.
Η σχολική τσάντα μου ήταν φτιαγμένη από ύφασμα του αργαλειού.


Γ. Παιχνίδια

Παίζαμε τόπι που ήταν από κουρέλια επενδυμένα με ένα κομμάτι ύφασμα, βόλους που εκτός από έναν γυάλινο, ήταν από ψημένο πηλό. Παίζαμε τις αμάδες, τα σκλαβάκια, το κρυφτό και άλλα. Επίσης κατασκευάζαμε μόνοι μας σβούρες, αυτοκινητάκια, κλπ. Τα παιχνίδια παίζονταν ομαδικά σε ανοιχτούς χώρους. Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν οι βόλοι. Ποδόσφαιρο δεν παίζαμε επειδή δεν είχαμε μπάλα. Στην εφηβική ηλικία αποκτήσαμε μπάλα.
Αν ποτέ κάναμε κανέναν χαρταετό, αυτός ήταν από χασαπόχαρτο και σπανιότερα από ειδικές έγχρωμες κόλλες. Από τα παιχνίδια μου θυμάμαι περισσότερο τη χαρά της νίκης.
Αγαπημένα παιχνίδια των κοριτσιών ήταν ο «καλόγερος», τα πεντόβολα, οι κούκλες με ύφασμα κατάλληλα ραμμένο και γεμισμένο με κουρέλια ή βαμπάκι. Παίζαμε χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια. Είχα καλές επιδόσεις στους πήλινους βόλους, στις σβούρες, στα αυτοκινητάκια, στα πατίνια και στα ξυλοντούφεκα.
Ποδήλατο δεν είχα. Έφτιαχνα μόνος μου πατίνι με ξύλινες ρόδες. Κυνηγούσαμε πουλιά με λάστιχο και παγίδες (μαγγάνια). Δεν είχαμε πουλιά στο κλουβί. Πηγαίναμε στο ποτάμι για ψάρεμα με αγκίστρια από καρφίτσες.
Το παγωτό όταν ήμουν μικρός, δεν το είχαμε ακούσει.


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα

Όταν δεν είχαμε σχολείο βοσκούσαμε τα οικόσιτα ζώα ή βοηθούσαμε τους γονείς μας στις δουλειές τους. Δεν υπήρχαν εφημερίδες ή περιοδικά τότε στο χωριό. Ο ένας παππούς που γνώρισα και οι γιαγιάδες μου δεν είχαν δυστυχώς ταλέντο να λένε παλιές ιστορίες ή παραμύθια. Στο δάσος πήγαινα μαζί με άλλους για να φέρουμε ξύλα ή βελανίδια. Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν η πίτα της μάνας μου στη γάστρα με τα κάρβουνα.
Τραγουδούσαμε τα κάλαντα. Πηγαίναμε κυρίως ομαδικά. Μας έδιναν αυγά, καρύδια και σπάνια χρήματα. Όταν είχαμε ελεύθερο χρόνο ή τα βράδια οι γονείς μας απασχολούνταν με διάφορες μικροδουλειές και μεις τα παιδιά παίζοντας παιχνίδια κλειστού χώρου (βόλοι, κούκλες, κλπ.).
Πότε-πότε κλέβαμε φρούτα από τα ξένα χωράφια. Αν γινόμαστε αντιληπτοί και το μάθαιναν οι γονείς μας συνήθως τρώγαμε ξύλο.
Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία με το σχολείο. Κατηχητικό δεν υπήρχε. Οι μεγαλύτεροι μας φέρονταν ανάλογα με αγάπη και με αυστηρότητα.
Στο συγγενικό μου περίγυρο δεν εμφανίστηκε κάποιο ταλέντο στις “καλές τέχνες”. Με τον αθλητισμό ασχολούνταν ελάχιστοι, αλλά όχι συστηματικά.


Ε. Κοινωνική-Πολιτιστική ζωή

Για διασκέδαση σπάνια γίνονταν συγκεντρώσεις. Το πιθανότερο ήταν το χειμώνα. Πανηγύρια γίνονταν το Πάσχα και το δεκαπενταύγουστο. Τότε οι μεγάλοι παρακολουθούσαν, έτρωγαν και χόρευαν. Και μεις τα παιδιά παίζαμε. Τα τραγούδια που έπαιζαν ήταν δημοτικά χορευτικά. Η ορχήστρα είχε κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο.
Τα συγγενικά και φιλικά γλέντια γίνονταν στο σπίτι με χορευτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαμε εμείς ή στην καλύτερη περίπτωση το γραμμόφωνο. Θυμάμαι τα λόγια ενός τραγουδιού που τραγουδούσαν τότε :

Μια πέρδικα παινεύτηκε σ’ ανατολή και δύση
πως δεν την πιάνει ο κυνηγός για να την κυνηγήσει
κι ο κυνηγός σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη
στήνει τα βρόχια στα βουνά τα σίδερα στους κάμπους
τα δίχτυα τα μεταξωτά σε μια κρύα βρυσούλα
πάει η πέρδικα να πιεί νερό και πιάνεται στα δίχτυα
Ανάθεμά σε κυνηγέ με το κυνήγημά σου
που ’πιασες τέτοια πέρδικα αηδονολαλούσα.

Οι μεγαλύτεροι χορεύανε μόνο ελληνικούς χορούς. Οι νεότεροι - πού και πού - ευρωπαϊκούς. Στις μεγάλες γιορτές τις γιορτάζαμε. Το Πάσχα με ψητά αρνιά της σούβλας που ψήνονταν σε ομαδική ψησταριά ή στο έδαφος (λάκκος) με γενικό χορό στο χοροστάσι του χωριού το απόγευμα, με τα κορίτσια ντυμένα με παραδοσιακές στολές και μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση τη δεύτερη μέρα όπου τα αγόρια υποδύονταν και τους γυναικείους ρόλους. Μετά την παράσταση γινόταν χορός. Τα Χριστούγεννα με διάφορα φαγητά που κυριαρχούσε το κρέας και κάποια παραδοσιακά αρτοσκευάσματα. Οι διασκεδάσεις, αν γίνονταν, ήταν σε στενό συγγενικό ή φιλικό κύκλο στο σπίτι και σπανιότερα σε ευρύτερο κύκλο στο μαγαζί. Την Πρωτοχρονιά με όλα εκείνα των Χριστουγέννων και επιπλέον με το σημαδιακό γλυκό της ημέρας, το χειροποίητο μπακλαβά.
Τις Αποκριές γινόταν γενικός χορός με νταούλι και καραμούζα. Πολλοί ντύνονταν μασκαράδες. Βεβαίως τα πειράγματα και τα’ αστεία της ημέρας έδιναν κι έπαιρναν. Την Καθαρά Δευτέρα, επειδή το χωριό είχε παραγωγή σε φασόλια μαγειρεύονταν 4-5 καζάνια φασόλια. Η φασολάδα αυτή ήταν το κοινό συσσίτιο την ημέρα αυτή όλων σχεδόν των χωριανών. Την έτρωγαν μαζί στην πλατεία. Στη συνέχεια είχε χορό.
Δεν είχαμε αυστηρή τήρηση της νηστείας. Σαν λόγος νομίζω ήταν ότι σε αρτύσιμες τροφές τότε υπήρχε μεγάλο έλλειμμα. Ο παππούς και η γιαγιά νήστευαν.
Απ’ τις ονομαστικές γιορτές μόνο αυτές των παιδιών γιορτάζονταν. Μαγείρευε η μάνα μας κάποια φαγητά, τα οποία σερβίρονταν και στους λίγους επισκέπτες. Μπορούσε να γίνει και κάποιο γλέντι.
Πολύν κόσμο τραβούσε το πανηγύρι, το Δεκαπενταύγουστο. Τις Κυριακές και τις γιορτές φορούσαμε καλά ρούχα. Ο πατέρας μου φορούσε το καλύτερο από τα ντρίλινα παντελόνια που είχε, το καλύτερο απ’ τα υφαντά πουκάμισα και το καλύτερο απ’ τα υφαντά σακάκια μάλλινο ή βαμβακερό, ανάλογα με την εποχή. Αν έκανε ζέστη δεν φορούσε σακάκι. Η μητέρα μου, φουστάνι υφασμένο στο αργαλειό ή φαρδιά φούστα (μεσοφόρι) και ένα ευρύχωρο πουκάμισο (μπόλκα). Η ζακέτα της ήταν πλεχτή, που την έκανε η ίδια, ή από μάλλινο ύφασμα του αργαλειού. Το κεφάλι της το είχε καλυμμένο με μαντίλι.
Πολύ λίγες γυναίκες φορούσαν κοσμήματα, σκουλαρίκια ή αλυσίδα με σταυρό. Τα μαλλιά τους τα έφτιαχναν κοτσίδα και δεν τα έβαφαν. Στις επισκέψεις, όταν κάποιος γιόρταζε δεν συνηθίζονταν τα δώρα. Με τους άλλους συγγενείς είχαμε σχέσεις, αλλά όχι σε όλους θερμές.
Το Σεπτέμβριο γινόταν το παζάρι στην Αμφίκλεια. Δεν πηγαίναμε πάντοτε. Οι γονείς μας ψώνιζαν παπούτσια, ρούχα προπαντός, κ.ά. των παιδιών (στην Κατοχή και στον Εμφύλιο δεν είχαμε παζάρι). Τσίρκο στο χωριό δεν είχε έρθει ποτέ. Ούτε υπήρχε κινηματογράφος. Μια φορά είδα κουκλοθέατρο και δυο φορές Καραγκιόζη. Δεν θυμάμαι τα έργα.
Βρέθηκα πολλές φορές σε παραδοσιακό γάμο. Η νύφη κι ο γαμπρός φορούσαν ρούχα κάπως ξεχωριστά αλλά όχι ακριβά. Και φυσικά η νύφη όχι νυφικό ή ταγιέρ ή παραδοσιακή στολή. Μετά τα στέφανα γινόταν για λίγη ώρα χορός στο προαύλιο της εκκλησίας με την τοπική ορχήστρα. Μετά το χορό πήγαινε το συμπεθεριό στο σπίτι της νύφης κι έπαιρνε τα προικιά. Η νύφη αποχαιρετούσε τους δικούς της (στιγμή με συγκινήσεις). Στη συνέχεια η ορχήστρα μπροστά παίζοντας, πίσω το ανδρόγυνο και παραπίσω οι καλεσμένοι με τα προικιά φορτωμένα στα μουλάρια και στους ώμους πολλών απ’ αυτούς, έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι του γαμπρού. Εκεί η πεθερά υποδεχόταν τη νύφη στην είσοδο ταΐζοντάς την με μέλι και κείνη την προσκυνούσε, δηλώνοντας έτσι υποταγή. Πριν το ανδρόγυνο περάσει μέσα στο σπίτι, η νύφη κομμάτιαζε στα δύο ένα μεγάλο αφράτο και κεντημένο (από πριν όταν ήταν ακόμα ζύμη) ψωμί, την προβέντα, στο κεφάλι της. Μετά το έκοβε σε μικρότερα κομμάτια που τα πετούσε στον κόσμο. Έπρεπε μερικά απ’ αυτά να τα ρίξει πάνω στα κεραμίδια για να δείξει τη δύναμή της. Μετά απ’ αυτά τα τελετουργικά οι καλεσμένοι με το αντρόγυνο σε περίοπτη θέση, κάθονταν κατά κανόνα μέσα στο σπίτι για φαγητό, που ήταν κρέας συνήθως με ζυμαρικό, μαγειρεμένο σε καζάνια. Οι καλεσμένοι είχαν μαζί τους τα σκεύη εστίασης, το ψωμί τους και το κρασί τους (γι’ αυτά γινόταν μνεία στο χειρόγραφο κάλεσμα που έστελναν οι οικογένειες στους συγγενείς και φίλους που καλούσαν). Μετά το φαγητό ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι.
Χρησιμοποιούσαμε παρατσούκλια τότε. Να μερικά : Μπόζιας, Χαλαστήρας, Στύλιας, Καντζούρας, Καρύκας. Τα αντίστοιχα επώνυμα ήταν : Σταμάτης, Τύμπας, Κοφίνης, Ράπτης, Λάζος. Τα παρατσούκλια έμπαιναν ή για να ξεχωρίσουν συνονοματεπώνυμους ή για να χαρακτηρίσουν κάποιον ιδιαίτερα, αλλά και από σκωπτική, περιφρονητική ή ταπεινωτική διάθεση κάποιων “έξυπνων” ρατσιστών.


Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή

Το πρωί ξυπνούσαμε κατά τις 7 η ώρα το πρωί για να ετοιμαστούμε εμείς για το σχολείο και οι γονείς για τις δουλειές τους, οικιακές ή αγροτικές. Το βράδυ κοιμόμαστε νωρίς, 9 η ώρα το χειμώνα και 10 το καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι, μέχρι την έναρξη του πολέμου, εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στο πάνω χωριό και μας φρόντιζε η γιαγιά, που έμενε μόνιμα εκεί. Δεν κάναμε θαλασσινά μπάνια. Οι κατασκηνώσεις λειτούργησαν μετά τον πόλεμο.
Βοηθούσαμε τους γονείς μας σε όλες τις αγροτικές δουλειές. Οι γυναίκες έκαναν εκτός του σπιτιού και άλλες δουλειές. Ήταν και νοικοκυρές και αγρότισσες.
Μια φορά, με έστειλε ο πατέρας μου να φέρω στο σπίτι από το χωράφι, όπου έβοσκε το μουλάρι μας. Όταν βγήκα στον αμαξιτό δρόμο, έσμιγε η μέρα με τη νύχτα. Σε λίγο διασταυρώθηκα με ένα ιταλικό αυτοκίνητο με αρκετούς στρατιώτες. Σταμάτησαν και με φώναζαν στη γλώσσα τους (προφανώς γιατί κυκλοφορούσα τέτοια ώρα). Εγώ, όπως είναι φυσικό, λαχτάρησα πολύ. Αυτό μου συνέβη σε ηλικία 10 ετών περίπου!
Ο παππούς με τη γιαγιά δεν έμεναν μαζί μας. Τους βλέπαμε συχνά. Τη μια γιαγιά μόνο το καλοκαίρι, γιατί έμενε στο χωριό που παραθερίζαμε. Στο σπίτι μας δεν είχα δικό μου δωμάτιο. Όλη η οικογένεια έτρωγε πάντοτε μαζί. Όταν οι γονείς μου δούλευαν στα χωράφια έπαιρναν τις περισσότερες μαζί τους κανονικά φαγητό, που το ετοίμαζαν από το βράδυ. Εάν υπήρχε γιαγιά ή κάποιο άλλο μέλος ετοίμαζε το φαγητό πριν το μεσημέρι και ερχόταν ένας από τη δουλειά και το έπαιρνε.
Τα φαγητά διατηρούνταν μέσα σε κλουβιά, που είχαν τοιχώματα από ψιλή σίτα, τα οποία ήταν κρεμασμένα στο πιο δροσερό μέρος (κατώι) του σπιτιού. Το χειμώνα μπορούσε να μην αλλοιωθεί για 2-3 μέρες. Το καλοκαίρι δύσκολα περνούσε τη δεύτερη μέρα. Επίσης πολλά φαγητά διατηρούνταν σε αρμύρα ή σε λίπος.
Για ψώνια στο μπακάλη πιο πολύ πήγαινε ο πατέρας. Από νομίσματα χρησιμοποιούνταν συνήθως, μέχρι τον πόλεμο τουλάχιστον, κέρματα. Τις περισσότερες φορές δεν καταβάλλονταν άμεσα τα χρήματα, γιατί δεν υπήρχαν. Η εξόφληση γινόταν με το πούλημα των προϊόντων.
Δεν έχω κάνει μακρινό ταξίδι όταν ήμουν παιδί. Οι γονείς μου πήγαιναν στα γύρω χωριά με τα μουλάρια φορτωμένα με προϊόντα για να τα πουλήσουν. Μακρινά ταξίδια γίνονταν σπάνια και σε μεγάλη ανάγκη, όπως η αρρώστια. Στον οικογενειακό μας κύκλο δεν είχαμε κανέναν ξενιτεμένο.
Αν χρειαζόταν να τηλεφωνήσει κάποιος υπήρχε ένα τηλέφωνο σε ένα καφενείο του χωριού. Η δική μας περιοχή, μετά το 1896, δεν παρουσίασε άλλο σοβαρό σεισμό.
Δεν θυμάμαι καμία επιδημία. Αυτό συνέβη με τη γρίπη του 1918, που εγώ ήμουν αγέννητος. Στο χωριό μας είχαμε δύο παθολόγους της εποχής εκείνης. Αυτοί κάλυπταν τις πρωτοβάθμιες τουλάχιστον ανάγκες μας. Τα πιο συνηθισμένα φάρμακα τότε ήταν η ασπιρίνη, το ρετσινόλαδο, το κινίνο για την ελονοσία και το μουρουνέλαιο που πίναμε εμείς τα παιδιά το χειμώνα για τις βιταμίνες του. Από βότανα η μητέρα μου μάζευε τσάι του βουνού και χαμομήλι.
Υπήρχε κουρείο σε μια γωνία ενός καφενείου του χωριού.
Πολύ σημαντικό γεγονός που θυμάμαι είναι στις 10-11 Οκτωβρίου μας έκαψαν το χωριό οι Γερμανοί, απ’ άκρη σ’ άκρη. Την περίοδο της Κατοχής θυμάμαι βομβαρδισμούς (με αεροπλάνα και πυροβόλα), συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Το γεγονός που με συγκίνησε είναι όταν οι Ιταλοί ετοιμάζονταν να εκτελέσουν μια ομάδα ανθρώπων από το χωριό μου, πληροφορήθηκαν ότι ανάμεσα σ’ αυτούς είναι κι ένας πατέρας με το γιο του. Στην αρχή δεν υποχωρούσαν να απαλλάξουν τον έναν. Τελικά δέχτηκαν. Η συγκίνηση είναι εδώ, που ο πατέρας ήθελε να εκτελεστεί αυτός και όχι το παιδί του και το παιδί του το αντίθετο. Αφού τους περίμεναν λίγο επέλεξαν αυτοί τον πατέρα.
Ήταν χρόνια πολύ δύσκολα και επικίνδυνα. Εμείς δεν είχαμε κάποιο θύμα στον οικογενειακό μας κύκλο. Το πιο σκληρό περιστατικό που χαράχτηκε στη μνήμη μου είναι τα κομμένα ανθρώπινα κεφάλια.
Μια μικρή ιστορία που έλεγαν παλιά. Ήταν λέει ένας δαίμονας. Άλλοι τον έλεγαν Μποσινάκη κι άλλοι Ζερζεβούλη. Αυτός λέει έκανε έρωτα με τις προβατίνες κι εκείνες ψοφούσαν! Τι να κάνουν; Έφεραν μια μάγισσα από τη Χαλκίδα και του έδωσε εντολή να πάει να κουταλομετρήσει τη θάλασσα. Έτσι απαλλάχτηκαν!
Για ρολόι είχαμε ένα ξυπνητήρι. Του χεριού ρολόι δεν είχε κανένα μέλος της οικογένειάς μας. Στα χωριά τότε όλοι βοηθούσαν σε έργα κοινής ωφέλειας υποχρεωτικά με το πρόγραμμα “προσωπική εργασία”, που ήταν 10 ημερομίσθια το χρόνο για καθένα.
Το Κάστρο της Λαμίας εγώ το θυμάμαι στα γυμνασιακά μου χρόνια με την οχύρωσή του κι ένα ερειπωμένο κτίσμα στο κέντρο.


Ζ. Συνθήκες ζωής

Τα συνηθισμένα φαγητά στο σπίτι ήταν τα όσπρια, τα χειροποίητα ζυμαρικά (χυλοπίτες, τραχανάς), τα άγρια χόρτα, το δικό μας (λίγο) τυρί και τ’  αυγά. Το ίδιο και οι γείτονες. Το χειμώνα για να ζεσταθούμε είχαμε τζάκι αλλά τα ξύλα με οικονομία, γιατί δεν μπορούσες να φέρεις πολλά με τα ζώα. Το δάσος ήταν μακριά. Τα βράδια για φωτισμό είχαμε λύχνο πετρελαίου και το καλύτερό μας ήταν η λάμπα πετρελαίου. Οι δρόμοι του χωριού δεν φωτίζονταν.
Το πατρικό μου σπίτι ήταν πέτρινο με έναν όροφο και είχε δύο κύρια δωμάτια. Ήταν σκεπασμένο με κεραμίδια και είχε αυλή με κήπο. Όλα τα σπίτια ήταν ίδια σχεδόν στην αρχιτεκτονική τους.
Από φρούτα είχαμε δαμάσκηνα και σταφύλια, των οποίων η παραγωγή ήταν δική μας. Από λαχανικά είχαμε αγριόχορτα και του κήπου. Οικιακά ζώα είχαμε άλογο, κατσίκα, πρόβατο και κότες. Τα φροντίζαμε όλη η οικογένεια. Νερό φέρναμε από μια μεγάλη πηγή, το Κεφαλόβρυσο, σε ξύλινα βαρελάκια σε διάφορα μεγέθη και σχέδια. Πριν από το 1957 το χωριό μου δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Είχαμε ψυγείο πάγου, λίγο πριν έρθει το ρεύμα.
Το φαγητό μαγειρευόταν στο τζάκι και μετά τον πόλεμο στη γκαζιέρα ή σε μια μικρή επιτραπέζια συσκευή υγραερίου. Τα σκεύη μας παλαιότερα ήταν από χαλκό ή πηλό και μετά τον πόλεμο από αλουμίνιο. Το ψωμί το παρασκεύαζε η μάνα κάθε βδομάδα περίπου και το ’ψηνε στο σπιτικό φούρνο.
Η τουαλέτα ήταν έξω από το σπίτι. Τα βρώμικα νερά αποχετεύονταν σ’ έναν μικρό βόθρο. Τα ρούχα της οικογένειας πλένονταν με μπουγάδα και μετά στα χέρια. Για την καθαριότητα χρησιμοποιούσαμε μόνο σαπούνι. Άλλα απορρυπαντικά δεν υπήρχαν. Και για το λούσιμο σαπούνι. Μπάνιο δεν είχαμε στο σπίτι. Πλενόμαστε με σαπούνι και μόνο τοπικά, γιατί το νερό ήταν λίγο.
Τα ρούχα στεγνώνονταν στον ήλιο ή στο τζάκι και σιδερώνονταν τα πιο βασικά με το σίδερο, που το γεμίζαμε με αναμμένα κάρβουνα.
Τα ρούχα που φορούσαμε τις καθημερινές ήταν φτωχά, συνήθως χειροποίητα. Στις γιορτές ήταν από τα φτηνότερα της αγοράς. Τα περισσότερα ρούχα τα φτιάχναμε στο σπίτι. Τα έπλεκε η μητέρα ή τα ύφαινε. Είχαμε αργαλειό. Δεν υπήρχε σπίτι χωρίς αργαλειό.
Μας ενδιέφερε η εμφάνισή μας, αλλά δεν μπορούσαμε να καλύψουμε πλήρως αυτή μας την ανάγκη επειδή βρισκόμαστε όλοι στην ίδια κατάσταση. Δεν μας δημιουργούνταν άγχος.
Τα πρότυπά μας τότε ήταν οι φτασμένοι στη μόρφωση και στα επαγγέλματα που κέρδιζαν καλύτερα το ψωμί τους από τους γονείς μας και καταξιώνονταν από τον κόσμο.
Εκείνο που νοσταλγώ περισσότερο από εκείνα τα χρόνια είναι ότι δεν υπήρχε το άγχος της κατανάλωσης κάθε μορφής. Τα ήθη είχαν το ανθρώπινο μέτρο. Τότε η πενία περίσσευε αλλά περίσσευε και το ήθος. Τελικά μήπως είχε δίκιο ο Ζαν Ζακ Ρουσό, που πριν από πολλά χρόνια είπε ότι η τεχνολογική πρόοδος διαφθείρει τον άνθρωπο, που από τη φύση του είναι καλός και αγαθός.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου