Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ.ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΤΟΥΛΑ




Α. Καταγωγή – Οικογενειακά στοιχεία
      Ονομάζομαι Μπακογιάννη Κούτουλα Βασιλική και πλησιάζω τα 60 χρόνια της ζωής μου. Η μητέρα μου κατάγεται από τη Λαμία κι ο πατέρας μου είναι από τα Άγραφα της Ευρυτανίας. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα και ο πατέρας μου ήταν οδηγός αυτοκινήτου, τον οποίο αγαπούσα και περισσότερο, καθώς ένιωθα ότι και αυτός μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Βέβαια και η μητέρα μου με αγαπούσε, αλλά, συνήθως, ήταν πιο αυστηρή μαζί μου, σ’ αντίθεση με τον πατέρα μου που πάντα μου φερόταν με τρυφερότητα....
     Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια τα πέρασα στη Λαμία, σε μια γειτονιά με χαμηλά σπιτάκια που ανάμεσά τους ξεχώριζε για το μεγαλύτερο ύψος του το δικό μας και 2 – 3 ακόμα. Στην αρχή του δρόμου που μέναμε υπήρχαν πλατάνια και οι δρόμοι της γειτονιάς μου ήταν πλακόστρωτοι.
     Με τον παππού σου, τον άντρα μου, γνωριστήκαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο που λεγόταν «Πικαντίλι». Ήταν, θυμάμαι, Μεγάλη Παρασκευή.
     Έχω κι έναν μικρότερο αδερφό που πάντα τον αγαπούσα, όπως κι αυτός μ’ αγαπούσε κι όταν ακόμα ήμασταν παιδιά ποτέ δε μαλώναμε.
     Τα χρόνια εκείνα η ζωή ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό τι είναι σήμερα. Τα κορίτσια ήταν πολύ περιορισμένα και η έξοδος γι’ αυτά επιτρεπόταν μόνο με τη συνοδεία κάποιου μέλους της οικογένειας.
     Όταν οι γονείς μου απουσίαζαν για δουλειές, εγώ πρόσεχα το μικρό αδερφό μου.
     Αταξίες πολλές δε θυμάμαι να έκανα. Θυμάμαι όμως μια φορά που από απροσεξία λέρωσα το καλό, το κυριακάτικο φουστάνι μου και τότε η μάνα μου, που δεν παρέλειπε να με δέρνει κάθε φορά που θεωρούσε ότι μου χρειάζεται τιμωρία, με τιμώρησε αυστηρά. Ο πατέρας μου είναι ζήτημα αν σε όλη τη ζωή μου, μου έδωσε ένα χαστούκι.


Β. Σχολική ζωή

     Πήγα στο 10ο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Ήταν ένα παλιό πέτρινο κτίριο στην οδό  Όθωνος μ’ ένα μεγάλο προαύλιο που το σκίαζε ένα πελώριο πεύκο.
     Το σχολείο ήταν κοντά στο σπίτι μου κι έτσι πήγαινα πάντα με τα πόδια σ’ αυτό. Αγαπούσα πολύ εκείνο το παλιό μου σχολείο, γιατί εκεί εύρισκα τους φίλους μου κι έπαιζα μαζί τους. Είχε περίπου 100 μαθητές και τα πρώτα χρόνια πηγαίναμε μια εβδομάδα πρωί και μια απόγευμα, γιατί στο ίδιο κτίριο συστεγαζόταν και το 11ο Δημοτικό. Αργότερα πηγαίναμε μόνο το πρωί.
     Στην περιοχή μας αυτό ήταν το μοναδικό σχολείο. Ήταν 6/θέσιο, δηλαδή είχαμε άλλο δάσκαλο σε κάθε τάξη. Οι δάσκαλοί μας όλοι ήταν καλοί μαζί μας και καθόλου αυστηροί. Τα μαθήματά μας ήταν 11 και καλοί μαθητές χαρακτηρίζονταν εκείνοι που διάβαζαν περισσότερο. Γράφαμε σε τετράδια, τα πρώτα χρόνια με μολύβι και πιο ύστερα με κοντυλοφόρο και τέλος με στυλό.
     Καθημερινά παίρναμε κολατσιό απ’ το σπίτι για τα διαλείμματα, στη διάρκεια των οποίων παίζαμε διάφορα παιχνίδια ή καθισμένη σε κάποια γωνιά του προαυλίου κουβέντιαζα με τις φίλες μου.
     Α…! Θυμάμαι πως κάποια χρονιά σε μια σχολική γιορτή είπα και ένα ποίημα, που δυστυχώς τώρα δεν έρχεται στο νου μου. Είχα περάσει και στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου με τη σχολική φορεσιά μου, όπως και στις 25 Μαρτίου, αλλά τότε με στολή «Αμαλίας».
   Στο σχολείο πήγαιναν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, αγόρια και κορίτσια, κι όλα το τελειώνανε. Αρκετά από αυτά συνέχιζαν και πιο πάνω, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Οι γονείς μου ξέρανε λίγα γραμματάκια, όχι πολλά όμως. Εγώ δεν ενδιαφερόμουνα ιδιαίτερα για σπουδές, προτιμούσα να μάθω την τέχνη της μοδιστρικής, αντίθετα, ο αδερφός μου σπούδασε και έγινε δάσκαλος.
   Όσο ήμουνα στο σχολείο δεν είχα τη βοήθεια κανενός στα μαθήματα, όλα τα έκανα μόνη μου. Ξένες γλώσσες δε μαθαίναμε τότε.
   Πάρα πολύ φτωχά παιδιά δεν είχαμε στο σχολείο μας κι όλα λίγο ως πολύ ήταν καλά ντυμένα. Εγώ στο σχολείο φορούσα τη μαθητική μου ποδιά και καθημερινά κουβαλούσα τα βιβλία και τα τετράδιά μου κλεισμένα μέσα στη δερμάτινη τσάντα μου.


Γ. Παιχνίδια

     Τα χρόνια εκείνα που ήμουνα παιδί παίζαμε εφτάπετρο, βυζίρ, τσιλίκα. Όλα καμωμένα από φυσικά υλικά. Ήταν ομαδικά παιχνίδια και τα παίζαμε συνήθως στο δρόμο ή σε καμιά αλάνα. Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν το εφτάπετρο. Παίζαμε και ποδόσφαιρο με μπάλες που ήταν χειροποίητες. Πετούσαμε και χαρταετό, ο οποίος ήταν από καλάμι, χαρτιά και ψαρόκολλα. Άλλες φορές παίζαμε κρυφτό ή κυνηγητό. Αγόρια και κορίτσια παίζαμε όλοι μαζί. Το παιχνίδι συνεχιζόταν ανέμελα ως το βράδυ … Τα κορίτσια παίζαμε και με κούκλες. Ήταν χειροποίητες, δηλαδή από πανιά, βαμβάκι και μάλλινες κάλτσες. Τα αγόρια παίζανε και με πατίνια.
      Τον ελεύθερο χρόνο μου μου άρεσε και να ζωγραφίζω. Είχαμε και μια καρδερίνα στο κλουβί που την είχε πιάσει ο αδερφός μου.


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα

     Στον ελεύθερο χρόνο μου διάβαζα κάποια βιβλία κι άλλες φορές άκουγα ραδιόφωνο. Τον παππού και τη γιαγιά μου δεν τους γνώρισα, γιατί πέθαναν νωρίς, έτσι στερήθηκα και τα παραμύθια που θα μου έλεγαν. Στις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πηγαίναμε παρέες-παρέες και τραγουδούσαμε τα κάλαντα. Μας δίνανε μια δραχμή. Το χειμώνα, όταν είχα ελεύθερο χρόνο κένταγα, ενώ τα καλοκαίρια κουβέντιαζα ή έπαιζα με τις φίλες μου. Κάθε εβδομάδα πήγαινα στην εκκλησία, στους Αγίους Θεοδώρους. Ήταν πολλοί αυτοί που πήγαιναν στην εκκλησία τότε. Έτσι η εκκλησία μας ήταν πάντα γεμάτη τις Κυριακές. Πήγαινα και στο κατηχητικό.
   Οι νέοι τις γειτονιάς μου αγαπούσαν τον αθλητισμό και ασχολούνταν μ’ αυτόν. Ο αδερφός μου ζωγράφιζε πολύ ωραία, αλλά δεν ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Όσον αφορά τους μεγάλους, μας αντιμετώπιζαν τότε με αυστηρότητα.
 

Ε. Κοινωνική – Πολιτιστική ζωή

     Διασκεδάζαμε μόνο στις γιορτές και στα πανηγύρια. Τότε τα παιδιά παίζανε και οι μεγάλοι χορεύανε. Η ορχήστρα περιλάμβανε ένα βιολί, ακορντεόν, κλαρίνο και τύμπανο.  Έπαιζε δημοτικά τραγούδια. Ονόματα τραγουδιστών κι άλλων μουσικών δε θυμάμαι. Γλεντούσαμε το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και τις Αποκριές. Λέγαμε δημοτικά τραγούδια. Οι μεγαλύτεροι χορεύανε ελληνικούς και ευρωπαϊκούς χορούς. Τις αποκριές ντυνόμασταν μασκαράδες. Η καμήλα και το γαϊτανάκι ήταν κι εξακολουθούν να είναι κάποια απ’ τα ξεχωριστά έθιμά μας. Όλοι στην οικογένεια νηστεύαμε τότε. Τρώγαμε πατάτες, καλαμάρια, σουπιές, γίγαντες, φακές και άλλα. Στη γιορτή του πατέρα μου στηνόταν γλέντι.
   Τις Κυριακές και τις γιορτές θυμάμαι τη μητέρα μου να φορά το ωραίο της φουστάνι και το παλτό και τον πατέρα μου το κοστούμι του. Οι γυναίκες φορούσαν χρυσά και μαργαριταρένια κοσμήματα και κάνανε διάφορα χτενίσματα. Δε βάφανε τα μαλλιά τους τότε.
   Στις γιορτές δεν πηγαίναμε δώρα. Με τους συγγενείς μας όμως είχαμε πάντα στενές σχέσεις.
   Κάθε Σεπτέμβρη ήταν και το παζάρι. Γινόταν στην πλατεία Πάρκου. Εκεί αγοράζαμε παπούτσια, κάλτσες και άλλα.
   Μια χρονιά, θυμάμαι, ήρθε και ένα τσίρκο και πήγα και εγώ. Πήγαινα και στον κινηματογράφο και κάπου κάπου και στον καραγκιόζη. Όταν γινόντουσαν εκθέσεις ζωγραφικής, χαιρόμουνα πολύ να πηγαίνω.
   Είχαμε και τα παρατσούκλια μας τα χρόνια εκείνα. Έτσι τα κορίτσια που είχαν γαλανά μάτια τα φωνάζαμε «γάτες» και άμα κανένας ήτανε κοντοκαμωμένος τον φωνάζαμε «γατσοπόντικα». Τα παρατσούκλια τα χρησιμοποιούσαμε για κοροϊδία.


Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή

     Το πρωί ξυπνούσαμε στις 7 και μισή και το βράδυ κοιμόμασταν στις 10 και μισή. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε διακοπές στον Άγιο Κωνσταντίνο και περνούσαμε πολύ ωραία. Έκανα θαλασσινά μπάνια και, όταν πήγαινα στο Δημοτικό. πήγαινα και στην κατασκήνωση.
   Κάποια μέρα τότε που ήμουνα στην Τρίτη Δημοτικού με έπιασε ένας δυνατός πόνος και έπεσα στο δρόμο. Οι γονείς μου με πήγαν στο γιατρό και έκανα εγχείριση σκωληκοειδίτιδας.
   Στο σπίτι είχα το δικό μου δωμάτιο. Τα μεσημέρια τρώγαμε όλοι μαζί στην οικογένειά μου. Η μητέρα μου πήγαινε για ψώνια στον μπακάλη και πλήρωνε με νομίσματα των 10, 20, 50, 100, 500 και 1000 δραχμών που τότε κυκλοφορούσαν.
   Μακρινά ταξίδια δεν έκαμα, ούτε και κανένας άλλος στενός συγγενής μου έφυγε για μακριά. Για τις επικοινωνίες μας χρησιμοποιούσαμε και το τηλέφωνο του περιπτέρου και για να βλέπουμε την ώρα είχαμε ένα ρολόι στο σπίτι κι ένα άλλο φορούσε ο πατέρας στο χέρι. Αν καμιά φορά γινόταν κανένας σεισμός, μέναμε τα βράδια έξω από τα σπίτια και κοιμόμασταν στις αυλές. Η ελονοσία υπήρχε ακόμα και για την αντιμετώπισή της παίρναμε κινίνο.
   Ο θάνατος του πατέρα μου ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για εμένα. Τα χρόνια της κατοχής δεν τα γνώρισα, γιατί δεν είχα γεννηθεί ακόμη.
    Όταν ήμουνα μικρή θυμάμαι που έλεγαν πως ο προπάππος μου είχε δει κάποτε νεράιδες.
     Στη γειτονιά μου υπήρχε κι ένα κουρείο για τους άντρες και κομμωτήριο για τις γυναίκες. Οι γυναίκες τα χρόνια εκείνα περιορίζονταν στο να κάνουν μόνο τις δουλειές του σπιτιού.


Ζ. Συνθήκες ζωής

     Τα συνηθισμένα φαγητά μας ήταν τα φασολάκια, κεφτεδάκια, κοτόπουλο, πατάτες, ρεβίθια, φακές … Στο σπίτι μας είχαμε σόμπα και τζάκι για να ζεσταινόμαστε το χειμώνα. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαμε το ηλεκτρικό ρεύμα και τους δρόμους φώτιζε το ηλεκτρικό της ΔΕΗ.
     Το σπίτι μας ήταν διώροφο, σκεπαζόταν με κεραμίδια και είχε πέντε δωμάτια, κουζίνα, μπάνιο και αυλή. Τα φρούτα και τα λαχανικά μας αγοράζαμε από τη λαϊκή και για τη συντήρηση των τροφίμων χρησιμοποιούσαμε ψυγείο που λειτουργούσε με πάγο. Μαγειρεύαμε στη γκαζιέρα με πετρογκάζ και τα σκεύη μας ήταν αλουμινένια και χαλκοματένια. Το ψωμί μας το ζύμωνε η μητέρα μου και το ψήναμε στο φούρνο της γειτονιάς. Στο σπίτι μας υπήρχε και πλυσταριό, όπου και πλέναμε τα ρούχα μας στη σκάφη. Το πλύσιμο των ρούχων γινόταν με «αλισίβα» και πράσινο σαπούνι. Εμείς είχαμε μπάνιο στο σπίτι και πλενόμασταν τρεις φορές την εβδομάδα με σαπούνι. Τα πλυμένα ρούχα τα κρεμούσαμε στην αυλή να στεγνώσουν κι έπειτα τα σιδερώναμε με σίδερο με κάρβουνα, αργότερα χρησιμοποιήσαμε και ηλεκτρικό.
   Τα ρούχα μας τα ράβαμε στη μοδίστρα.
   Τις Κυριακές και τις γιορτές φορούσαμε τα καλά μας και τις άλλες μέρες τα καθημερινά μας. Η ζωή εκείνα τα χρόνια ήταν απλή και δεν είχαμε κάποια πρότυπα που θα θέλαμε οπωσδήποτε να τους μοιάσουμε.
     Αυτό που περισσότερο νοσταλγώ από εκείνα τα χρόνια είναι οι καλοκαιρινές διακοπές. Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.          

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου