Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ.ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΚΗ

Με λένε Βασιλική Αλεξάκη. Οι γονείς μου κατάγονταν από τη Ρεντίνα Καρδίτσας. Ήταν γεωργοί. Τους αγαπούσα και τους δύο, αν και μας συμπεριφέρονταν αυστηρά.  Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια μου τα πέρασα στη Ρεντίνα. Το χωριό είχε σπίτια, πλατεία και σχολείο.
Το άντρα που μετά παντρεύτηκα τον γνώρισα με προξενιό-συνοικέσιο. Στην οικογένειά μου είχα 3 αδερφούς. Ποτέ δεν μάλωνα με τα αδέρφια μου. Τα κορίτσια ήταν τότε περισσότερο περιορισμένα. Έβγαιναν έξω μέχρι τις 5 το απόγευμα. Όταν έλειπαν οι γονείς μου τα μικρότερα παιδιά τα πρόσεχα εγώ.
Σαν παιδί δεν έκανα καμία αταξία. Οι γονείς μας δεν μας έδερναν...


Β.  Σχολική ζωή


Πήγα στο Δημοτικό Σχολείο στα Αναγόρια Δομοκού. Το σχολείο ήταν μονοθέσιο και εξατάξιο. Ήταν κοντά και πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια. Το αγαπούσα το σχολείο. Είχε 45 μαθητές περίπου. Πηγαίναμε πρωί και απόγευμα και κάναμε πέντε ώρες το πρωί και τρεις το απόγευμα. Διδάσκονταν Μαθηματικά, Θρησκευτικά, Γεωγραφία, Ιστορία. Είχαμε έναν δάσκαλο, που ήταν αυστηρός. Καλοί μαθητές ήταν εκείνοι που διάβαζαν.
Γράφαμε σε τετράδια. Δεν κράτησα τα βιβλία του σχολείου. Ποιήματα έλεγα στη γιορτή της 25ης Μαρτίου, αλλά δεν θυμάμαι κάποιο ποίημα.
Για να φάμε στο σχολείο δεν παίρναμε τίποτα. Στα διαλείμματα παίζαμε παιχνίδια. Πέρασα στην παρέλαση. Στο σχολείο πήγαιναν όλα τα παιδιά (αγόρια και κορίτσια). Όλα τελείωσαν το σχολείο. Πολλά παιδιά συνέχισαν σε ανώτερα σχολεία.
Οι γονείς μου δεν ήξεραν γράμματα. Εγώ ήθελα να σπουδάσω. Δεν με βοηθούσε κανένας στα μαθήματά μου. Ξένες γλώσσες δεν μαθαίναμε τότε. Είναι αλήθεια ότι κάποια παιδιά πήγαιναν τότε στο σχολείο ξυπόλυτα.
Τα παιδιά (κορίτσια) τότε ντύνονταν με φόρεμα και ποδιά. Είχα μια σάκα για σχολική τσάντα.


Γ.  Παιχνίδια

Σαν παιδί έπαιζα το κουτσό με πλάκα κεραμιδιού, το κρυφτό, τη γουρούνα, όπου ένας κρατούσε ένα μακρύ ξύλο μέσα σε μια γούρνα και οι άλλοι τον κυνηγούσαν με ένα κουδούνι για να τον χτυπήσουν στα πόδια. Παίζαμε σε μικρούς χώρους κοντά σε καλύβες. Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν το κρυφτό. Ποδόσφαιρο δεν παίζαμε, ούτε φτιάχναμε χαρταετό.
Από τα παιχνίδια μου θυμάμαι περισσότερο πως έφτιαχνα τις κούκλες, και πως έφτιαχνα με ξύλα γαϊδουρίτσες. Αγαπημένο παιχνίδι των κοριτσιών ήταν η κούκλα. Έραψα το σώμα με πανί, έβαλα μέσα πίτουρα, στο κεφάλι μαλλιά και απέξω την κέντησα με κλωστή.
Αγόρια και κορίτσια δεν έπαιζαν μαζί. Με σύρματα φτιάχναμε και καροτσάκια. Ποδήλατο και πατίνι δεν είχαμε, αλλά κυνηγούσαμε πουλιά με ξόβεργες και με λάστιχο. Ακόμα και με παγίδες.
Σαν παιδί δεν έφαγα παγωτό.


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα

Τις ελεύθερες ώρες συζητούσα με τους συγγενείς και τους φίλους μου. Δεν παίρναμε τότε εφημερίδες ή περιοδικά. Οι παππούδες και γιαγιάδες μας έλεγαν παλιές ιστορίες και παραμύθια. Δεν θυμάμαι, δυστυχώς.
Στο βουνό και στο δάσος πηγαίναμε με τα ζώα. Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν οι τυρόπιτες. Τα βράδια τα περνούσαμε κεντώντας. Δεν τραγουδούσα τα κάλαντα. Από τα ξένα χωράφια κλέβαμε φρούτα. Καμιά φορά μας καταλάβαινε ο ιδιοκτήτης.
Στην εκκλησία πήγαινα πολύ συχνά. Ήταν στο Αρχάνι. Τις Κυριακές η εκκλησία γέμιζε με κόσμο. Δεν είχαμε Κατηχητικό. Οι μεγαλύτεροι μας φέρονταν με αυστηρότητα. Με τιςκαλές τέχνεςδεν είχε κλίση κανένας από την οικογένειά μας. Σε σχέση με τον αθλητισμό, έπαιζε ποδόσφαιρο ο αδερφός μου.


Ε. Κοινωνική-Πολιτιστική Ζωή

Τότε διασκεδάζαμε στους γάμους, στα πανηγύρια και στις οικογενειακές γιορτές. Πανηγύρι γινόταν όταν γιόρταζε η εκκλησία του χωριού. Τα παιδιά παίζανε, γελάγανε και οι μεγάλοι χορεύανε. Στο πανηγύρι έπαιζαν δημοτικά τραγούδια, με κλαρίνο, βιολί, ντέφι και κιθάρα. Γνωστός τραγουδιστής είναι ο Τσαούσης.
Στο σπίτι γλεντούσαμε στις γιορτές, με γραμμόφωνο. Τα τραγούδια ήταν παραδοσιακά ρουμελιώτικα - σαρακατσανέικα. Ένα τραγούδι έλεγε : 
μωρέ γιανατοπούλα μου. Κι εγώ κρασί δεν έπινα, ούζο για να μεθύσω. …
Οι μεγαλύτεροι χορεύανε τσάμικο και συρτό. Οι χοροί ήταν μόνον ελληνικοί. Τις μεγάλες γιορτές (Πάσχα, Χριστούγεννα) τις γιορτάζαμε με ψήσιμο αρνιών, γουρουνιών και με τη συντροφιά συγγενών. Στις Αποκριές δεν γινόταν καρναβάλι. Ανάβαμε φωτιές και ντυνόμασταν μασκαράδες. Τη Σαρακοστή νήστευε όλη η οικογένεια. Τότε τρώγαμε φασολάδες, χόρτα, πατάτες.
Στην ονομαστική γιορτή του πατέρα μας μαγειρεύαμε ψητά και χορεύαμε, τραγουδώντας. Δεν θυμάμαι κάποιο ξεχωριστό έθιμο. Τα καλά ρούχα που φορούσε στις γιορτές ο πατέρας μου ήταν μαύρο σκούφο και κουστούμι. Η μαμά μου φορούσε φούστα, ζακέτα και πλεκτά. (παπούτσια με φούντα). Από κοσμήματα οι γυναίκες φορούσαν την αρμάθα. Τα μαλλιά τους τα έφτιαχναν κοτσίδες. Δεν τα βάφανε.
Στις επισκέψεις, όταν γιόρταζε κάποιος, δεν πηγαίναμε δώρα. Με τους άλλους συγγενείς είχαμε στενές σχέσεις. Το Μάη πηγαίναμε στο παζάρι στο Δομοκό. Αγοράζαμε παπούτσια.
Μια φορά είχα πάει και είδα τσίρκο. Στον κινηματογράφο πήγαινα και έβλεπα ελληνικά έργα. Δεν είδα θέατρο, ούτε Καραγκιόζη.
Σε παραδοσιακό γάμο βρέθηκα πολλές φορές. Θυμάμαι καβάλα σε άλογο τη νύφη, που πέταγε μήλο. Ο γαμπρός επίσης ήταν καβάλα σε άλογο.
Τις γυναίκες τότε τις φώναζαν με το όνομα του άντρα τους, όπως Σπύραινα, Κώσταινα.


Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή

Το πρωί ξυπνούσα στις εφτά και κοιμόμουν στις 9 το βράδυ. Τα καλοκαίρια για διακοπές πήγαινα στα βουνά. Θαλασσινά μπάνια δεν έκανα. Βοηθούσα τους γονείς μου στον αργαλειό και στο ζύμωμα. Οι γυναίκες, εκτός του σπιτιού, πήγαιναν στα κτήματα. Θέριζαν.
Μαζί μας έμεναν στο σπίτι ο παππούς και η γιαγιά. Δικό μου δωμάτιο δεν είχα στο σπίτι. Για φαγητό όλη η οικογένεια έτρωγε μαζί. Όταν οι γονείς μου δούλευαν στα χωράφια έπαιρναν μαζί τους ψωμοτύρι και ελιές. Δεν διατηρούσαμε φαγητά, εφόσον μαγειρεύαμε κάθε μέρα.
Για ψώνια στο μπακάλη πήγαινε η μάνα μου. Ως νομίσματα χρησιμοποιούσαμε τότε τις δεκάρες και τις δραχμές.
Μακρινό ταξίδι δεν έκανα, όταν ήμουν παιδί. Ξενιτεύτηκε μόνο ο αδερφός μου όταν πήγε στην Κύπρο για φαντάρος. Στο χωριό υπήρχε τηλέφωνο. Τότε χρησιμοποιούσαμε τα τηλεγραφήματα. Θυμάμαι από τα χρόνια εκείνα έναν δυνατό σεισμό. Ευτυχώς έπεσαν μόνο σπίτια.
Από επιδημία, θυμάμαι τον τύφο. Ευτυχώς υπήρχαν φάρμακα. Γιατρός υπήρχε στο χωριό κυρίως για κρυολογήματα και γρίπη. Από φάρμακα παίρναμε συνήθως ασπιρίνες και αλγκόν[1].
Η μητέρα μου μάζευε βότανα.
Στο χωριό υπήρχε κουρείο. Για να ξέρουμε την ώρα, πατέρας μου είχε ρολόι τσέπης.


Ζ. Συνθήκες ζωής

Τα συνηθισμένα φαγητά στο σπίτι τις καθημερινές ήταν πίτες, φασόλια και τραχανάδες. Το χειμώνα, το σπίτι ζεσταινόταν με το τζάκι. Για φωτισμό τα βράδια είχαμε λάμπες. Οι δρόμοι του χωριού δεν φωτίζονταν. Το πατρικό μου σπίτι ήταν πέτρινο, με δύο δωμάτια, με αυλή και κήπο. Όλα  τα άλλα σπίτια ήταν ίδια.
Τα φρούτα και τα λαχανικά τα παίρναμε από τον κήπο. Τον φρόντιζε η μάνα μου και καλλιεργούσαμε σπανάκι, κρεμμύδια, ρεβίθια, σκόρδα, φακές και κουκιά. Στο σπίτι είχαμε κατσίκες, πρόβατα, γαϊδούρια, άλογα, γάτες και σκυλιά. Τα φροντίζαμε όλοι.
Νερό στο σπίτι δεν είχαμε, αλλά το παίρναμε από τις πηγές. Το φαγητό μαγειρευόταν στη φωτιά. Για μαγειρικά σκεύη είχαμε κατσαρόλα, τσκάλι, σκι για νερό, κακάβια, καρδάρες, μπρίκι. Όλα ήταν χαλκώματα. Από αλεύρι ζυμώναμε το ψωμί του σπιτιού.
Η τουαλέτα ήταν έξω απ’ το σπίτι. Τα βρώμικα νερά  της κουζίνας και από το πλύσιμο κατέληγαν στο ρέμα. Τα άπλυτα ρούχα τα πλέναμε σε σκαφίδες και χρησιμοποιούσαμε μόνο σαπούνι. Μπάνιο στο σπίτι δεν υπήρχε. Τα πλυμένα ρούχα σιδερώνονταν με σίδερο που είχε κάρβουνα μέσα.
Τα ρούχα που φορούσε η οικογένεια τις καθημερινές τα ύφαινε η μάνα μου. Στο σπίτι είχαμε αργαλειό.
Στα χρόνια  εκείνα πρόσεχα πολύ την εμφάνισή μου. Τα ρούχα μου ήταν πάντα καθαρά και τα μαλλιά μου λουσμένα. Κάποιο πρότυπο δεν είχα. Η σημερινή εποχή είναι ωραιότερη από τότε και με περισσότερες ανέσεις.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ


[1] Ήταν παυσίπονο και αντιπυρετικό. Δεν κυκλοφορεί πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου