Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Γιάννης Τσαρούχης: Ερωτευμένος με την Ελλάδα


Ο Γιάννης Τσαρούχης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και πιο γνωστούς Έλληνες ζωγράφους που άφησε το δικό του μοναδικό στίγμα στην Ελληνική ζωγραφική, διέπρεψε στο εξωτερικό και άφησε στην πατρίδα μας μοναδικά έργα τόσο αποτυπωμένα επάνω στον καμβά αλλά και στα μοναδικά του σκηνικά για το θέατρο...

Ο Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το χειμώνα του 1910. Ο πατέρας του ήταν έμπορος ενώ η μητέρα του καταγόταν από τα Ψαρά. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία η κλίση του για τη ζωγραφική είχε εκδηλωθεί. Τα πρώτα του ερεθίσματα αποτέλεσαν οι μοναδικές εικόνες του λιμανιού του Πειραιά, τα νεοκλασικά κτήρια και το θέατρο σκιών που παρακολουθούσε ως παιδί.
Από το 1925 εξασκήθηκε επάνω στη νεκρή φύση, τα φυσικά τοπία αλλά και την προσωπογραφία. Το ταλέντο που διέθετε δεν μπορούσε να κρυφτεί. Το 1928 τα βήματά του τον φέρνουν στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου θα μαθητεύσει δίπλα σε γνωστούς έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Θωμάς Θωμόπουλος, ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Σπύρος Βικάτος και ο Κωνσταντίνος Παρθένης.  Ήδη πριν μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών είχε εκθέσει έργα του στο Άσυλο Τέχνης του Νίκου Βέλμου ενώ έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για την λαϊκή παράδοση και την μελέτη της.
Μεγάλη του αγάπη αναδεικνύεται εκείνη την περίοδο και το θέατρο, το οποίο θα τον συντροφέψει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το 1928 μάλιστα ανέλαβε και την πρώτη του επαγγελματική δουλειά αναλαμβάνοντας τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης ‘Πριγκίπισσα Μαλένα’ που ανέβηκε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Οι συνεργασίες του δεν θα μείνουν εκεί θα συνεργαστεί με μεγάλες μορφές του ελληνικού και ξένου θεάτρου, όπως ο Κουν, η Κοτοπούλη, η Παξινού, η Μαρία Κάλλας, ο Βεάκης, ο Μινωτής, η Λαμπέτη, ο Κακογιάννης, ο Ζυλ Ντασέν.
Όσο βρισκόταν στην Καλών Τεχνών μαθητεύει στο εργαστήριο του Παρθένη για να αποφοιτήσει με άριστα ενώ στις αρχές του 1930 έως το 1934 μαθητεύει δίπλα στον Φώτη Κόντογλου που τον μυεί στην βυζαντινή αγιογραφία, την τυπογραφία και τη νωπογραφία.
Εκείνη την περίοδο ο Τσαρούχης γνωρίζεται και με την Έλλη Παπαδημητρίου και κάνει σχέδια για έπιπλα, υφάσματα, κεραμικά και όχι μόνο για το κατάστημα ‘Λαϊκές Τέχνες’ που διεύθυνε.
Το θέατρο, η σκηνογραφία και η σκηνοθεσία τον συνεπαίρνουν. Μαζί με τον Κάρολο Κουν και τον Διονύση Δεβάρη ιδρύουν τη ‘Λαϊκή Σκηνή’ που θα μείνει ζωντανή μόνο από το 1934-1936. Ωστόσο, ανεβάζουν το έργο Ερωφίλη στο οποίο ο Τσαρούχης φιλοτεχνεί τα σκηνικά και τα κοστούμια, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.
Το 1935 βρίσκει τον Τσαρούχη στο Παρίσι να μελετάει την Αναγεννησιακή ζωγραφική, τον Manet, και τον Εμπρεσιονισμό. Συμμαθητές του είναι ο Giacometti και ο Ernst, ενώ γνωρίζει και ενθουσιάζεται με τα έργα του Θεόφιλου.  Η επιστροφή του στην Ελλάδα γίνεται το 1936 αφού έχει επισκεφθεί και την Ιταλία, ενώ τα επόμενα χρόνια κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου στην Αθήνα ενώ αναλαμβάνει και τα σκηνικά για την Στέλλα Βιολάντη του Γρηγόριου Ξενόπουλου στον θίασο Κοτοπούλη.
Η κατοχή πλησιάζει και το 1940, ο καλλιτέχνης βρίσκεται στο Αλβανικό μέτωπο. Όταν επιστρέφει η ζωγραφική δεν μπορεί να του παρέχει τα προς το ζην και αναλαμβάνει κυρίως σκηνογραφίες και διακοσμήσεις.
Το 1950 εκθέτει έργα του με την ομάδα Αρμός της οποίας υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη, ενώ τα επόμενα χρόνια εκθέτει στην Γκαλερί Ιόλας της Νέας Υόρκης, στην Μπιενάλε της Βενετίας αλλά και στις γκαλερί Ζουμπουλάκη, Μέρλιν, Astor.  Το 1967 ο Τσαρούχης εγκαθίσταται στο Παρίσι καθώς το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα διαταράσσεται. Γίνονται εκθέσεις του τόσο στο Παρίσι, όσο και στη Ρώμη αλλά και την Αθήνα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, ανοίγει το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι όπου βρισκόταν το σπίτι του στο οποίο και παραχώρησε την προσωπική συλλογή των έργων του, ενώ λειτούργησε και το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του Έλληνα καλλιτέχνη.
Σε σχέση με τη συμβολή του στο θέατρο ο Τσαρούχης συνεργάστηκε με τους κορυφαίους του είδους και στο εξωτερικό, σκηνογραφώντας για την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, Το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα, ενώ το 1977 ανέβασε τους Τρωάδες σε δική του απόδοση, σκηνοθεσία και σκηνογραφία.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε επιπλέον και με την εικονογράφηση αλλά και με την συγγραφή και μετάφραση βιβλίων γύρω από την τέχνη αποδεικνύοντας το καλλιτεχνικό του μεγαλείο. Ο Τσαρούχης σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας μονοδιάστατος καλλιτέχνης. Αντιθέτως, καταξιώθηκε με ότι και αν ασχολήθηκε.
Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχιζε την ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία παρά το γεγονός ότι είχε χτυπηθεί από τη νόσο του Πάρκινσον. Δυστυχώς, το 1989 ετοιμάζοντας να ανεβάσει τον Ορέστη του Ευριπίδη υπό τις δικές οδηγίες σε σκηνοθεσία, μετάφραση, σκηνικά και κοστούμια, ο θάνατος θα αφήσει ανεκπλήρωτο το έργο του.
Στις 20 Ιουλίου του 1989, ο Τσαρούχης έκλεισε για πάντα τα μάτια του αφήνοντας το στίγμα του στη νεότερη Ελλάδα αλλά και μία τεράστια καλλιτεχνική κληρονομιά στη χώρα του, ανήκωντας σε έναν από τους σπουδαιότερους εκφραστές και καλλιτέχνες της γενιάς του 1930.

Πηγή:www.capital.gr
19 – 11 – 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου