Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Εις μνήμην Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Άρθρο του  Ασημάκη Γιαλαμά (1913-2005)

  Ο μεγάλος Σκιαθίτης, ο άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων, όπως έχει αποκληθεί, έγραφε τα διηγήματά του στις εφημερίδες, που εργαζόταν. Διηγήματα - συναξάρια της ζωής των ανθρώπων του νησιού του, φτωχών βιοπαλαιστών των περισσοτέρων της ζωής, όπως τη θυμόταν από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.
    Τις αναμνήσεις του έγραφε ο κυρ-Αλέξανδρος. Μια ανάμνησή μου θα διηγηθώ κι εγώ σχετική με αυτόν. Δεν τον γνώρισα. Είχε πεθάνει αρκετά χρόνια, πριν εγώ επιδοθώ στη δημοσιογραφία. Γνώρισα όμως έναν, που τον είχε γνωρίσει. Ένα παλιό δημοσιογράφο. Τώρα δε ζει ουτ’  αυτός. Τότε, που τον γνώρισα, ήταν κιόλας γέρος...

- Ναι, τον θυμάμαι, τον Παπαδιαμάντη, μου είπε μία μέρα. Τον θυμάμαι πολύ καλά. Ένα διάστημα εργαζόμουν στην εφημερίδα που εργαζόταν κι αυτός. Εκεί έγραφε τότε και τα διηγήματά του, τις εορτές.
    Εγώ ήμουν νεαρός συντάκτης κι έγραφα οικονομικές ειδήσεις. Αγαπούσα πολύ τη λογοτεχνία και τον Παπαδιαμάντη τον έβλεπα με σεβασμό. Λογάριαζα μάλιστα, να του δώσω, να διαβάσει μερικά διηγήματα, που είχα γράψει, για να μου πει τη γνώμη του.
    Δίσταζα όμως, να τον ενοχλήσω, γιατί τον έβλεπα, να είναι καταβεβλημένος. Δεν ήταν και τόσο καλά στην υγεία του, εκείνη την εποχή. Περίμενα, να τον δω, να  ναι καλύτερα, για να του δώσω τη λογοτεχνική μου εργασία.
    Τελικά, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ, γιατί συνέβη κάτι, που με έφερε στη θέση ενόχου απέναντί του. Δεν έφταιγα εγώ. Οι περιστάσεις δημιούργησαν αυτήν την κατάσταση, που μ  έθλιψε κι εμένα.
    Να, τι ακριβώς συνέβη.
   Έρχονταν Χριστούγεννα και την παραμονή ετοιμαζόταν το χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημερίδας. Ο αρχισυντάκτης ήταν στο τυπογραφείο και «έκλεινε τις σελίδες», όπως λέγαμε τότε στη δημοσιογραφική γλώσσα. (Παρένθεση. Τώρα ο τρόπος της έκδοσης των εντύπων έχει αλλάξει άρδην. Η τεχνολογία έχει κάνει και σ  αυτὸν τον τομέα τεράστιες προόδους. Τότε οι αράδες των κειμένων χύνονταν σε σελίδες πάνω σ’ ένα μεγάλο μάρμαρο. Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω τη διήγηση του παλιού γνωστού μου δημοσιογράφου).
- Όλο το χριστουγεννιάτικο φύλλο ήταν έτοιμο, σελιδοποιημένο. Δηλαδή, όλες οι σελίδες του ήσαν ολοκληρωμένες επάνω στο μάρμαρο, έτοιμες να σταλούν στο πιεστήριο, όταν κατέφθασα εγώ με μια οικονομική είδηση σημαντική. Τώρα δεν τη θυμάμαι ακριβώς. Ήταν κάτι σχετικό με μετοχές και με τιμές συναλλαγμάτων. Είχα γράψει εκτενώς το θέμα σε μερικά χειρόγραφα. Μόλις τα είδε ο αρχισυντάκτης, μου είπε:
- Που να τα βάλω τώρα ολ’  αυτά;
Τι να του ’λεγα; Δε μου  πεφτε λόγος.
- Εγώ έχω καθήκον να φέρω την είδηση, του είπα.
- Ναι, αλλά την έφερες αργά, μου απάντησε ο αρχισυντάκτης.
- Άργησε η ανακοίνωση του χρηματιστηρίου και του υπουργού των Οικονομικών, δικαιολογήθηκα εγώ.
   Και είχε πράγματι εκδοθεί αργά. Ο αρχισυντάκτης ξανακοίταξε τα χειρόγραφά μου, κοίταξε και τις σελίδες επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι του τυπογραφείου και μου είπε:
- Δε βλέπεις; Όλη η ύλη είναι έτοιμη. Τι να πετάξω για να βάλω τη δική σου είδηση.
- Δεν ξέρω, απάντησα.
  Και για να μη νομίσει, ότι ήθελα να τον πιέσω με την παρουσία μου, να βάλει τη δική μου είδηση, πετώντας κάτι άλλο, χαιρέτησα κι έφυγα.
  Πέρασε η αργία των Χριστουγέννων και ξαναπήγα στη δουλειά μου. Μόλις μπήκα στα γραφεία στα γραφεία της εφημερίδας, μου είπε ο κλητήρας:
- Σας θέλει ο κύριος διευθυντής. Σας ζήτησε τρεις φορές από το πρωί.
  Ανησύχησα. Τι να με ήθελε; Πήγα κατ’  ευθείαν στο γραφείο του διευθυντού. Εκείνος, μόλις μπήκα, με ρώτησε απότομα, κοιτώντας με αυστηρά:
- Γιατί δεν έφερες την οικονομική είδηση;
- Την έφερα, απάντησα εγώ αμέσως.
- Την έφερες; Έκανε ο διευθυντής συνοφρυωμένος.
- Μάλιστα, την έφερα.
- Και γιατί δεν μπήκε;
  Τι να του ’λεγα; Δεν τον θεώρησα σωστό, να του φανερώσω αυτά, που είπε ο αρχισυντάκτης. Γι’  αυτό σήκωσα τους ώμους και του απάντησα:
- Δεν ξέρω.
- Σε ποιόν την έδωσες την είδηση; ρώτησε ο διευθυντής.
- Στον κύριο αρχισυντάκτη, απάντησα με κάποιο δισταγμό.
  Δεν ήθελα πάλι να εκθέσω τον αρχισυντάκτη, αλλ’  αυτή τη φορά δεν μπορούσα ξεφύγω. Ο διευθυντής χτύπησε το κουδούνι, να  ‘ρθει ο κλητήρας. Άνοιξε την πόρτα κι εμφανίστηκε ο κλητήρας.
- Ήρθε ο αρχισυντάκτης; τον ρώτησε ο διευθυντής.
- Όχι ακόμα, κύριε διευθυντά.
- Όταν έρθει, πες του, ότι τον θέλω.
- Μάλιστα.
   Ο κλητήρας έφυγε κλείνοντας την πόρτα και ο διευθυντής στράφηκε σε μένα.
- Μη φύγεις, μου είπε. Κάθισε, ώσπου να  ‘ρθει ο αρχισυντάκτης.
   Και μου  δειξε ένα κάθισμα. Δεν είχα προφθάσει να καθίσω, καλά - καλά, και άνοιξε η πόρτα του γραφείου. Μπήκε ο αρχισυντάκτης και χαιρέτησε:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, του απάντησε βιαστικά ο διευθυντής και μπήκε αμέσως στο θέμα.
- Δε μου λες, σε παρακαλώ, είπε στον αρχισυντάκτη. Γιατί δεν μπήκε η οικονομική είδηση, που έφερε ο συντάκτης;
   Κι έδειξε εμένα, που στο μεταξύ είχα σηκωθεί όρθιος.
- Την έφερε αργά, κύριε διευθυντά, δικαιολογήθηκε ο αρχισυντάκτης.
   Ο διευθυντής κοίταξε εμένα.
- Άργησε να βγει η ανακοίνωση του χρηματιστηρίου, δικαιολογήθηκα κι εγώ με τη σειρά μου.
   Ο διευθυντής ξαναστράφηκε στον αρχισυντάκτη.
- Δηλαδή, τον ρώτησε, είχαν πάει οι σελίδες στο πιεστήριο;
- Όχι, αλλ’  όλη η ύλη ήταν έτοιμη, εξήγησε ο αρχισυντάκτης.
- Τότε κακώς δεν μπήκε η είδηση, ξέσπασε ο διευθυντής.
- Μα έπρεπε να πετάξω κάποιο άλλο κομμάτι, που είχε ήδη στοιχειοθετηθεί, είπε ο αρχισυντάκτης.
- Ας πετούσες, φώναξε ο διευθυντής.
- Ποιό να πετούσα;
- Ποιό να πετούσες;
   Ο διευθυντής έπιασε το χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημερίδας, που είχε μπροστά του, κι έδειξε το διήγημα του Παπαδιαμάντη.
- Να, αυτό να πετούσες, είπε, χτυπώντας το χέρι του πάνω στο διήγημα.
   Ο αρχισυντάκτης τον κοίταξε με έκπληξη, αλλά και με λύπη, για τη βεβήλωση που γινόταν στο κείμενο του θαυμάσιου εκείνου λογίου και αγαθότατου ανθρώπου.
- Το διήγημα του κυρίου Παπαδιαμάντη; Ρώτησε με τόνο φωνής, που εκδήλωνε τα αισθήματά του εκείνης της στιγμής.
- Μάλιστα, το διήγημα του Παπαδιαμάντη, επανέλαβε αμείλικτος ο διευθυντής.
   Ο αρχισυντάκτης κατέβασε το κεφάλι.
- Θα ήταν κρίμα, είπε.
- Γιατί κρίμα; Ρώτησε νευριασμένος ο διευθυντής.
- Γιατί έχει γίνει παράδοση πια, να δημοσιεύεται κάθε Χριστούγεννα ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη.
- Ε, καλά! Ας μη δημοσιευότανε και μία χρονιά, δε χαλάει ο κόσμος.
- Μα κουράστηκε ο άνθρωπος, να το γράψει.
- Θα του το πληρώναμε.
- Χωρίς να δημοσιευτεί; Δε θα δεχότανε ποτέ. Δεν τον ξέρετε τον κύριο Παπαδιαμάντη;
- Οχ, αδελφέ! Πολύ το ρίξαμε στις αισθηματικότητες. Εγώ σου λέω, ότι ήταν μεγάλη παράλειψη, που δε δημοσιεύτηκε η οικονομική είδηση. Ήταν σπουδαία είδηση κι ενδιαφέρει πολύν κόσμο. Το διήγημα ποιόν ενδιαφέρει;
- Διαβάζεται και το διήγημα, παρατήρησε κάπως δειλά ο αρχισυντάκτης.
- Μπορεί να διαβάζεται, αλλά δεν ενδιαφέρει άμεσα κανέναν βροντοφώναξε ο διευθυντής. Εγώ βγάζουμε εφημερίδα, δεν κάνουμε φιλολογία. Ας το καταλάβουμε...
   Αυτά είπε κι έσκυψε το κεφάλι του σε κάτι χειρόγραφα, που είχε μπροστά του, σημείο ότι δεν ήθελε πια καμιά κουβέντα. Ο αρχισυντάκτης κι εγώ χαιρετίσαμε και βγήκαμε από το γραφείο...
    Αγαπούσε και ο αρχισυντάκτης τη λογοτεχνία κι εκτιμούσε τον Παπαδιαμάντη. Κι όταν βγήκαμε από το γραφείο του διευθυντού, στράφηκε και με κοίταξε. Στο βλέμμα του υπήρχε θλίψη και απογοήτευση.
- Τι λες εσύ γι’  αυτά; με ρώτησε.
- Τι να πω; απάντησα.
   Η θέση μου ήταν λεπτή, ήμουν και νέος και δίστασα να πω ελεύθερα τη γνώμη μου.
- Να πετούσα το διήγημα, είπε ο αρχισυντάκτης και κούνησε θλιβερά το κεφάλι του.
   Τότε κι εγώ ξεσπάθωσα.
- Κι εγώ στη θέση σας το ίδιο θα  ‘κανα, είπα ζωηρά. Δε θα πετούσα ποτέ το διήγημα.
   Ο αρχισυντάκτης με ξανακοίταξε κι ένα πικρό χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη του.
- Άκουσες όμως τον διευθυντή; μου είπε. Το διήγημα δεν ενδιαφέρει κανέναν. Εκείνο που ενδιαφέρει, είναι η οικονομική είδηση. Το χρήμα.
   Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.
- Και το πνεύμα; έκανε ο αρχισυντάκτης με φανερό πόνο και αγανάκτηση. Δεν ενδιαφέρει κανέναν το πνεύμα;
   Δεν απάντησα. Κοιτούσα σιωπηλός τον αρχισυντάκτη, που φαινόταν ταραγμένος.
- Άκουσε, νεαρέ, μου είπε και η έξαψή του όλο και μεγάλωνε. Ύστερα από χρόνια, ούτε συ δε θα θυμάσαι τη σπουδαία είδηση, που έφερες. Κανείς δε θα τη θυμάται. Το διήγημα όμως του Παπαδιαμάντη θα μείνει. Σημείωσε αυτό, που σου λέω. Ποτέ δε θα ξεχαστεί αυτό το διήγημα. Ποτέ, όσο υπάρχει η φυλή μας και η γλώσσα μας, για να μην πω, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι.
   Είχε φουντώσει και τα μάτια του έλαμπαν.
- Ναι, είπα κι εγώ σιγανά και διακριτικά. Είναι ωραίο διήγημα.
- Το διάβασες; με ρώτησε ο αρχισυντάκτης.
- Μάλιστα, το διάβασα. Είναι πραγματικά έξοχο.
- Αριστούργημα! είπε ο αρχισυντάκτης με βαθιά φωνή μισοκλείνοντας τα μάτια.
   Έπειτα, έδειξε προς το γραφείο του διευθυντού και πρόσθεσε:
- Κι αυτός εκεί μου λέει, ότι έπρεπε να το πετάξω! Να χαθεί ένα τέτοιο διήγημα! Γιατί θα χανόταν. Ο κυρ-Αλέξανδρος δεν κρατάει αντίγραφο. Κι ούτε θα καθόταν, να το ξαναγράψει.
- Ναι, θα ήταν κρίμα, να χαθεί, συμφώνησα κι εγώ.
   Εκεί σταμάτησε η κουβέντα μας. Ο αρχισυντάκτης προχώρησε προς το γραφείο της σύνταξης.
  Δεν ξέρω, αν έφθασε τίποτε απ’  όλα αυτά στ’  αυτιά του Παπαδιαμάντη. Πάντως εγώ από εκείνη την ημέρα αισθανόμουν σαν ένοχος απέναντί του και ποτέ δεν τόλμησα να του δώσω τα διηγήματά μου για να μου πει τη γνώμη του.
   Όσο για τα λόγια, που μου είπε τότε ο αρχισυντάκτης, αποδείχτηκαν προφητικά. Σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια, ούτε κι εγώ θυμάμαι την οικονομική είδηση, ενώ το διήγημα του Παπαδιαμάντη είναι πασίγνωστο. Έχει μπει στα σχολικά αναγνώσματα.
   Κάποτε αν σου δοθεί η ευκαιρία, γράψε αυτό το περιστατικό, που σου διηγήθηκα, μου είπε τελειώνοντας ο παλιός δημοσιογράφος, και αφιέρωσέ το στη μνήμη του Παπαδιαμάντη.
  
Αυτό έκανα...

εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακή 9 Δεκέμβρη 2001

ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ: «ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ» ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου