Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Γιατί δεν είναι εφικτή η αύξηση των μισθών...


Κ. Στούπα είμαι τακτικός και παλιός αναγνώστης σας. Γνωρίζω ότι το θέμα έχει αναλυθεί στο παρελθόν, διεξοδικά. Επειδή υπηρετώ την δημόσια εκπαίδευση στην επαρχία και έχω βαρεθεί να ακούω τις γκρίνιες των συναδέλφων μου, για την μείωση των μισθών μας και το πόσο ευεργετική θα ήταν η επαναφορά τους, στα προ κρίσης επίπεδα για την αναπτυξη της τοπικής οικονομίας, αποφάσισα να γράψω το πιο κατω κείμενο, προς απάντησή τους...

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΗ, (στην παρούσα κατάσταση), Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ...

Τα τελευταία χρόνια, είμαστε αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες, μιας συζήτησης που διεξάγεται σε έντονο ύφος, αλλά πάντα σε πνεύμα σύμπνοιας και καθολικής σχεδόν ομοθυμίας. Το φλέγον ζήτημα, μετά την πρόσφατη ιδιαίτερα, δημοσιονομική κρίση και την ακόλουθη, βίαιη ομολογουμένως, δημοσιονομική προσαρμογή, η μείωση των εισοδημάτων του δημοσίου τομέα.

Επαναλαμβάνεται, ένθεν και ένθεν, η μόνιμη επωδός, το «εύλογο» επιχείρημα, πως όταν μειώνεται το εισόδημα του δημοσίου υπαλλήλου, μειώνεται η αγοραστική του δύναμη, με φυσική απόρροια, να αντανακλάται στην τοπική και ευρύτερη οικονομία, η έλλειψη ρευστότητας. Δημιουργείται δηλαδή ένας φαύλος κύκλος, που συντελεί στη μείωση της ζήτησης και κατ’ επέκταση, δυσχεραίνει και καθιστά αδύνατη την πολυπόθητη και πολύ-αναμενόμενη ανάπτυξη.

Αυτό, το εκ πρώτης όψεως αδιάσειστο επιχείρημα, εδράζεται στην θεωρία του Κέινς, η οποία σε γενικές γραμμές υποστηρίζει, ότι σε καιρούς έντονων οικονομικών διακυμάνσεων και όταν η οικονομία εισέρχεται σε περίοδο οικονομικής ύφεσης, οι προϋπολογισμοί του κράτους, οφείλουν να είναι ελλειμματικοί, προκειμένου να διοχετευθούν στην αγορά, οι αναγκαίες εκείνες ποσότητες χρήματος, που θα τονώσουν τη ζήτηση. Είναι αναγκαίο λοιπόν, να ασκηθεί επεκτατική πολιτική για την αύξηση της ρευστότητας, μέσω των κρατικών δαπανών, είτε με κρατικές επενδύσεις-δημόσια έργα, είτε με ονομαστική αύξηση των μισθών.

Όπως τονίζουν οι οπαδοί του Κέινς, αυτή η οικονομική πολιτική, οδήγησε στην έξοδο της αμερικάνικης οικονομίας από το κραχ του ’29, με το γνωστό New Deal και σε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο, για τουλάχιστον μια τριακονταετία, με θεαματική αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου για ευρύτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.

Η εφαρμογή άλλωστε αυτής της πολιτικής, είχε θετικές επιδράσεις στην τότε Δυτική Ευρώπη, με συνέπεια να εγκαθιδρυθεί για πρώτη φορά, το περιώνυμο κράτος Πρόνοιας.

Γιατί λοιπόν να μην επαναληφθεί, η πετυχημένη οικονομική «συνταγή», το πετυχημένο οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης και στην χειμαζόμενη ελληνική οικονομία της ανθρωπιστικής κρίσης;

Όπως είναι παγκοίνως γνωστό, η ελληνική οικονομία, είναι μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής ένωσης. Εκχωρώντας οικιοθελώς την νομισματική της πολιτική, εισήλθαμε σε μια περίοδο χαμηλών επιτοκίων και εύκολου δανεισμού.

Αυτό δυστυχώς είχε ως αποτέλεσμα, να μην αξιοποιήσουμε πλήρως, τις δυνατότητες που μας προσέφερε ένα ισχυρό νόμισμα και ένα ασφαλές οικονομικό περιβάλλον, όπως αυτό της Ε.Ε. Αντιθέτως, καταχραστήκαμε τη δυνατότητα του απρόσκοπτου δανεισμού, για να χρηματοδοτήσουμε ένα διογκωμένο και παρασιτικό-αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε μέσω των τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, στην κρίση χρέους του 2009.

Ταυτόχρονα, ο ιδιωτικός τομέας, ήταν και παραμένει κρατικοδίαιτος, με αποτέλεσμα να μη στηρίζεται αυτοβούλως και αυτόνομος σε γερά θεμέλια. Αυτό έχει ως συνέπεια, να μην μπορεί να ανταπεξέλθει σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό εξωτερικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα την ολοένα και περισσότερη αποβιομηχάνιση και την συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Άλλωστε, ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας, συμβάλλει με ένα πολύ μικρό ποσοστό του Α.Ε.Π.

Η τρέχουσα οικονομική κρίση του δημοσίου τομέα και του τραπεζικού συστήματος, επεκτάθηκε στον ιδιωτικό και σε συνάρτηση με την ανελέητη φορο-επιδρομή που υπέστη, επέτεινε και αποσάρθρωσε περαιτέρω την οποιαδήποτε παραγωγική βάση, πλην ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν λογικό το δημόσιο έλλειμμα, να εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών  να είναι αρνητικό, το δημόσιο χρέος να υπερδιογκωθεί, η ανεργία να αυξηθεί σε ποσοστά που αγγίζουν το 27% του εργατικού δυναμικού με σοβαρότατες συνέπειες στην κοινωνική συνοχή και οι ιδιωτικές επενδύσεις να είναι σχεδόν μηδαμινές. 

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, γιατί δεν είναι εφικτό τη δεδομένη χρονική στιγμή, να διοχετευθεί χρήμα στην αγορά και ειδικότερα μέσω της ονομαστικής αύξησης των εισοδημάτων, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν, μια σειρά από παράγοντες.

Όπως είναι γνωστό, τα δημόσια ταμεία γεμίζουν, είτε μέσω της φορολόγησης, (άμεσης και έμμεσης), είτε με κρατικό δανεισμό. Όσοι λοιπόν διατείνονται, πως είναι αναγκαία η αύξηση των εισοδημάτων, θα πρέπει να μας απαντήσουν αρχικά, ποιοι και πόσο θα φορολογηθούν, σε μια εποχή όπου ο μέσος φορολογούμενος ούτως ή άλλως υπερφορολογείται, σε βαθμό που αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις αβάσταχτες φορολογικές του υποχρεώσεις. Αν δε ισχυρισθούν, πως η χρηματοδότηση είναι δυνατή με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, θα τους υπενθυμίσουμε πως ενώ είναι θεμιτή και δίκαιη, είναι χρονοβόρα και δεν έχει απτά και άμεσα αποτελέσματα, ιδιαίτερα σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, όπου οι έδρες των επιχειρήσεων και τα όποια εναπομείναντα κεφάλαια, μπορούν να μεταφερθούν εν μια νυκτί, σε χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και φορολογικούς παραδείσους. Κατά συνέπεια, οι μόνοι φορολογήσιμοι, είναι οι συνήθεις ύποπτοι, τα φυσικά πρόσωπα και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωσή τους.

Όσοι θεωρούν, πως η εισροή ζεστού χρήματος στα δημόσια ταμεία είναι εφικτή μέσω του κρατικού δανεισμού, (εσωτερικού και εξωτερικού), θα τους επισημάνουμε, πως η Ελλάδα, τελεί υπό καθεστώς οικονομικού ελέγχου και χρηματοδότησης, μέσω της περίφημης τρόϊκα, (Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ., Ε.Ε.), διότι ως γνωστόν, η προσφυγή για δανεισμό στη Διεθνή και εσωτερική αγορά, ήταν αδιανόητη. Μόλις πρόσφατα το Υπουργείο οικονομικών, δανείστηκε ένα πολύ μικρό ποσό, με πολύ υψηλότερο επιτόκιο, (γύρω στο 5%), σε σχέση με την μέχρι πρότινος χρηματοδότηση από την τρόϊκα (γύρω στο 2%).

Ας υποθέσουμε πως τα Δημόσια οικονομικά εξυγιαίνονται και όλοι οι μακρο-οικονομικοί δείκτες βελτιώνονται αισθητά, με μόνιμους πρωτογενείς τουλάχιστον πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Η επιστροφή σε μια πολιτική νέων δανείων, για να ικανοποιηθεί το πάγιο λαϊκό αίτημα, για ονομαστικές αυξήσεις  μισθών και εισοδημάτων, θα ήταν ένα ολέθριο και επαναλαμβανόμενο σφάλμα.

Αυτό θα σήμαινε την διατήρηση ενός διογκωμένου δημοσίου τομέα, όπου θα απορροφούσε σημαντικά κεφάλαια από τον δημόσιο κορβανά, με τις αυξήσεις των δαπανών για μισθούς και συντάξεις, με συνέπεια η Ελληνική οικονομία να εισέλθει σε ένα φαύλο κύκλο, με επιπτώσεις όπως η αύξηση του πληθωρισμού, άρα την μείωση της αγοραστικής δύναμης για ευρύτερα στρώματα, (ιδιαίτερα για τους οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένους και τους χαμηλόμισθους του ιδιωτικού τομέα),την δραματική αύξηση των εισαγωγών, μιας και η εγχώρια παραγωγή αδυνατεί να καλύψει τις καταναλωτικές ανάγκες του πληθυσμού, με αρνητικές συνέπειες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τον εκτροχιασμό των δημόσιων οικονομικών και την επιστροφή σε δημοσιονομικά ελλείμματα και στη διόγκωση του Δημοσίου χρέους. Την επιστροφή δηλαδή στο σημείο εκκίνησης της οικονομικής κρίσης του 2009.

Επίσης, θα αποσπούσε ένα μεγάλο μέρος των κρατικών δαπανών, προς μια κατεύθυνση αντιπαραγωγική, γιατί όπως γνωρίζουμε, ο δημόσιος δανεισμός είναι ωφέλιμος, στην περίπτωση που τονώνει την πραγματική οικονομία, μέσω επενδύσεων δημόσιων και ιδιωτικών, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και αναζωογόνησή της.

Βέβαια, το να ενδιαφέρεται κανείς αποκλειστικά και μόνο για την βελτίωση των οικονομικών δεικτών μέσω της από-μείωσης του εργατικού κόστους και της καθήλωσης των μισθών και των εισοδημάτων σε χαμηλά επίπεδα, δεν αποτελεί πανάκεια. Είναι σε τελική ανάλυση κοντόφθαλμη οικονομική πολιτική με ανεξέλεγκτες κοινωνικές επιπτώσεις, οδηγώντας μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού σε οικονομική εξαθλίωση. Παραπέμπω στο ρητό του Γέρου της Δημοκρατίας, πως όπου ευημερούν οι αριθμοί, δυστυχούν οι άνθρωποι.

Για να οδηγηθούμε λοιπόν στην εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και παράλληλα στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού μας, χωρίς κλυδωνισμούς και παλινδρομήσεις μια είναι η λύση. Δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε νευραλγικούς και ανταγωνιστικούς κλάδους της Ελληνικής οικονομίας. Μόνο έτσι θα εισρεύσουν κεφάλαια στην πραγματική οικονομία, θα ενισχυθεί και θα διευρυνθεί η παραγωγική βάση με νέες θέσεις απασχόλησης. 

Ταυτόχρονα θα πρέπει να επενδύσουμε στο ανθρώπινο κεφάλαιο, με σύγχρονη εκπαίδευση συνδεδεμένη με την παραγωγή, την καινοτομία, τις τεχνολογίες αιχμής και την επιχειρηματικότητα. Απαραίτητη προϋπόθεση όλων αυτών, η δημιουργία ενός κατάλληλου επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος, με την αναδιάρθρωση της οικονομίας και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και μια σταθερή και δίκαιη φορολογική πολιτική.

Ακρογωνιαίος λίθος όλων αυτών, αποτελεί η αλλαγή της νοοτροπίας μας και της στάσης απέναντι στην επιχειρηματικότητα, χωρίς τις ιδεοληψίες και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, για να εισέλθουμε σε έναν ενάρετο κύκλο της οικονομίας και στην πραγματική και βιώσιμη αύξηση μισθών και εισοδημάτων.

Άρης Δίπλας
Εκπαιδευτικός, Οικονομολόγος-Κοινωνιολόγος

Πηγή:www.capital.gr 19 – 5 – 2014 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου