Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ. ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ


Νεροκουβάλημα (Πηγή: http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/ )

Α. Καταγωγή - Οικογενειακά στοιχεία

Λέγομαι Κωνσταντία Νικολάου και γεννήθηκα το 1926. Η μάνα μου ήτανε από τη Χάρμα και ο πατέρας μου από το Ρεγκίνι. Αργότερα, μετά το θάνατο της μάνας μου, ήρθε η μητριά μου. Αυτή ήταν από το Ρεγκίνι επίσης. Ο πατέρας μου έκανε όλες τις δουλειές. Ήταν και χτίστης, και γεωργός, απ’ όλα ήτανε… Η μάνα μου δούλευε στο σπίτι, κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, και λίγο δούλευε στο χωράφι όταν ήτανε ο καιρός του θέρου...

Έζησα στο Ρεγκίνι τα χρόνια πριν τον πόλεμο, και μετά έφυγα για τη Λαμία και πριν απ’ αυτό για τα βουνά, για να κρυφτώ από τους Γερμανούς.
Το Ρεγκίνι το παλιό δεν έμοιαζε καθόλου με το Ρεγκίνι το σημερινό. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι, δεν είχανε άσφαλτο, τα σπίτια χτίζονταν είτε με πέτρες, είτε με πλήνθες. Τότε δεν υπήρχανε αυτοκίνητα, είχαμε ή κάρα - με άλογα, γαϊδούρια ή μουλάρια να τα σέρνουν,- ή σχέτα καβαλάγαμε αυτά τα ζώα που σου ’πα πρωτύτερα.
Με τον άντρα μου παντρευτήκαμε από συνοικέσιο. Ούτε με ήξερε, ούτε τον ήξερα από πριν τον άνθρωπο. Ξέρεις, εκείνη την εποχή σχεδόν όλοι παντρεύονταν από συνοικέσιο.
Αδέρφια ήμασταν εγώ κι ο Νάσος από τη μάνα μου, και ο Γιώργος και η Τούλα από τη μητριά μου. Στη δική μου την εποχή τα πράματα δεν ήταν όπως είναι τώρα. Τα κορίτσια, ειδικά τα απάντρευτα, δεν έπρεπε να βγαίνουν απ’ το σπίτι χωρίς λόγο, αλλιώς το χωριό θα τις κουτσομπόλευε και θα τις κακολογούσε. Τα αγόρια, βέβαια, ήταν πιο ελεύθερα, σε καμία περίπτωση, όμως, τα παιδιά - είτε αγόρια είτε κορίτσια - δεν έπρεπε να πηγαίνουν στην πλατεία.
Αν έλειπε από το σπίτι και η μάνα μου, έβαζαν υπηρέτες να μας προσέχουν. Δε μ’ άρεσε καθόλου αυτό, όμως, γιατί έφτιαχναν φαΐ, το έτρωγαν αυτοί και μας άφηναν νηστικούς.
Η μεγαλύτερη αταξία που έκανα σαν παιδί ήταν μια μέρα, που μου ’πε η μητριά μου (αφού είχα γίνει σχετικά μεγάλη): «Εγώ πάω στο χωράφι, εσύ μείνε εδώ να φυλάς την γλώσσα και τα κλωσσόπουλα, μην τα αρπάξει ο αϊτός.» Εγώ, πάλι, για να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο, έδεσα την γλώσσα και τα κλωσσόπουλα απ’ το ποδαράκι τους. Ήρθε, όμως, ο αϊτός, και, μόλις άρπαξε την γλώσσα, φύγανε και τα κλωσσόπουλα. Τι να κάνω; Θυμήθηκα που μου ’χε πει να μη φάω από το βάζο που είχε στο πάτερο, γιατί τάχατες ήταν φαρμάκι. Ανέβηκα, λοιπόν, το ’φαγα, κι έπεσα στο κρεβάτι “να πεθάνω”. Έρχεται η μάνα μου… Λέει: «Πού είναι η κλώσα, Κωνστάντω;». Της είπα: «Ήρθ’ ο αϊτός, μάνα, και την πήρε, μαζί και τα κλωσσόπουλα. Εγώ έφαγα το φαρμάκι να φαρμακωθώ.» Και τότε μου λέει: «Το φαρμάκι δεν το ’φαγες, τώρα θα το φας» (Κι ευθύς άρπαξε το ξύλο)
Ε, κοίταξε δω, όταν κάναμε ζημιές, μας έδερναν.


Β. Σχολική ζωή

Σχολείο πήγα ως την πέμπτη (Ε΄) τάξη δημοτικού. Μετά άρχισε ο πόλεμος. Το σχολείο ήτανε κάπως κοντά στο σπίτι μου. Πήγαινα με τα πόδια και, όταν ήτανε χειμώνας, έπαιρνα παραμάσχαλα κι ένα κούτσουρο, για τη σόμπα της τάξης. Θυμάμαι πως τότε οι δάσκαλοι έδερναν. Κι όταν επρόκειτο να σε δείρουν, έστελναν εσένα τον ίδιο να κόψεις τη βέργα. (Ιδιαίτερη προτίμηση είχαν στην κρανιά και τη ροδιά). Κάτι άλλο που κάνανε ήταν να κόψουν κλαριά από πουρνάρι, και να σε βάλουν να γονατίσεις πάνω. Στο δικό μου το χωριό αυτό έκαναν.
Το σχολείο τότε είχε γύρω στους εκατό (100) μαθητές. Στο σχολείο πηγαίναμε το πρωί, ερχόμασταν σπίτι, διαβάζαμε και τρώγαμε, και ξανά στο σχολείο. Δε θυμάμαι ακριβώς πόσες ώρες κάναμε. Τα μαθήματα ήταν λίγο-πολύ τα ίδια, εκτός από Τεχνολογία και Κομπιούτερ, που δεν υπήρχαν τότε.
Στο δικό μας σχολείο ήταν ένας δάσκαλος, δηλαδή το σχολείο μας ήτανε μονοθέσιο. Οι δάσκαλοι, όπως είπα, έδερναν, οι αταξίες δεν επιτρέπονταν. Έπρεπε να καθόμαστε σαν Παναγίτσες και - φυσικά - να κάνουμε όλα τα μαθήματά μας, να διαβάζουμε και τις Κυριακές, το σημαιάκι και στην εκκλησία …
Καλοί μαθητές δε θεωρούνταν αυτοί που δεν τους έδερναν οι δάσκαλοί τους, αλλά αυτοί που είχανε τις ασκήσεις τους λυμένες σωστά και καθαρά, και διάβαζαν και συμμετείχαν στο μάθημα. Για να γράφουμε είχαμε πλάκα και κοντύλι. Μάλιστα, στο κοντύλι, κάποια άλειφαν είναι είδος πιπεριάς, κι όταν το έβαζες στο στόμα … Από βιβλία είχαμε το “Αναγνωστικόν” για τη γλώσσα… Αυτό μου είχε κάνει περισσότερη εντύπωση. Είχανε σελίδες χοντρές, και η γραφή μέσα ήτανε με περισπωμένες, οξείες, ψιλές και δασείες. Έχω κρατήσει, νομίζω, το Αναγνωστικόν.
Είχα πει ένα ποίημα σε μια γιορτή. Λέει:

Εικοσιπέντε του Μαρτίου,
γραμμένη στα ουράνια,
γι’ αυτό κι εγώ στολίστηκα
με τόση περηφάνεια.

Κι έβαλα της λεβεντιάς
τα ρούχα τα γραμμένα,
καθάρια της ελευθεριάς,
ταιριάζουνε σ’ εμένα!!!

Ή, ένα άλλο που δεν το καλοθυμάμαι:
Ξέρεις τη χώρα όπου ανθεί
φαιδρά πορτοκαλέα;
που παίρνει χρώμα σταφυλί
και βγαίνει η ελαία;

Ω, μα δεν την αγνοεί κανείς,
είναι η γη μας, η Ελληνίς!!!

(Αυτά, βέβαια, είχαν συνθεθεί πρόχειρα).
Για το σχολείο παίρναμε από το σπίτι φαΐ. Στα διαλείμματα παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Πέρασα στην παρέλαση. Τα αγόρια φόραγαν φουστανέλα, και τα κορίτσια στολή Αμαλίας.
Όλα τα παιδιά ξεκινάγαμε το σχολείο, άλλα συνέχιζαν, άλλα σταματούσανε. Εξαρτώταν απ’ το αν τα πήγαιναν καλά ή όχι. Σε ανώτερα σχολεία δεν ήτανε πολλοί αυτοί που συνέχισαν. Από το δικό μου το σχολείο κανα δυο. Οι άλλοι σταματήσαμε, ή μας σταμάτησε ο πόλεμος.
Οι γονείς ξέρανε γράμματα. Και η μάνα μου ήξερε, αλλά ο πατέρας μου ήτανε αρκετά μορφωμένος για την εποχή του.
Οι σχολικές τσάντες τότε δεν ήτανε σαν τις σημερινές. Η μητριά μου την είχε υφάνει στον αργαλειό, και μετά την έραψε. Ήτανε απλή, και δεν ήτανε για φιγούρες και τέτοια, όπως οι σημερινές.


Γ. Παιχνίδια

Σαν παιδιά παίζαμε βεζύρια, κρυφτό, ή μπάλα. Τα βεζύρια ήτανε φτιαγμένα από κόκαλο. Τα βεζύρια παίζονταν ως εξής: Πέταγες το ένα κάθετα ψηλά, και, πριν πέσει πάλι κάτω, έπρεπε να στήσεις όσα περισσότερα μπορούσες. Το κρυφτό το ξέρεις, και στη μπάλα, δεν υπήρχαν κανόνες.
Το αγαπημένο μου παιχνίδι ήτανε το πλέξιμο, ο αργαλειός, το κέντημα… Αν θα ’παιζα (εξαιρετικά σπάνια) θα ’παιζα έν’ απ’ αυτά τα τρία παιχνίδια. Οι μπάλες μας ήτανε, φούσκες (= ουροδόχοι κύστεις) γουρουνιών. Κάπως τις επεξεργάζονταν, και γίνονταν φουσκωτές κατά κάποιον τρόπο.
Τα αγόρια κυνηγούσαν πουλιά, με μια σφεντόνα, (διχαλωτό ξύλο, λάστιχο, και καουτσούκ από παπούτσι για να μπαίνει η πέτρα) όμως ποτέ δε σκότωναν κάποιο πουλί.
Παγωτό δεν ήξερα τι είναι. Στον πόλεμο δεν είχαμε ούτε φαί …


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα

Ο πατέρας μου αγόραζε εφημερίδα. Αργότερα, τα παιδιά αγόραζαν τη «Διάπλαση των παίδων». Από όσα άκουγα παλιά θυμάμαι κάποιες διδακτικές ιστορίες.
    Ένα λιοντάρι, λένε, ήταν στενοχωρημένο επειδή φοβόταν τα κοκόρια. Σκεφτόταν : - Εγώ, ο Λέων, είμαι το πιο δυνατό, απ’ όλα τα ζώα, και φοβάμαι έναν κόκορα! Ένα τόσο δα ζωάκι! Σε μια στιγμή, βλέπει έναν ελέφαντα να κουνάει με μανία τα αυτιά του και να τρέχει. «- Τι έπαθες;» του λέει. Κι ευθύς ο ελέφαντας του απαντάει: «- Τ’ ακούς αυτό το κουνούπι που βουίζουν τα φτερά του;» «- Ναι,» απάντησε το λιοντάρι «- Ε, αν μπει στ’ αυτιά μου, πέθανα!». Το λιοντάρι, τότε, κατάλαβε πως δεν θα ήταν δίκαιο να λέει πως μόνο αυτός φοβάται κάτι. Αυτός ήτανε λιοντάρι και φοβόταν τον κόκορα, ενώ ο ελέφαντας φοβόταν ένα κουνούπι.
Για να πούμε τα κάλαντα πηγαίναμε σε παρέες. Συνήθως μας έδιναν φουντούκια, μπακλαβάδες, ραβανί, και, γενικώς, γλυκίσματα.
Τα βράδια κοιμόμασταν το χειμώνα. Το καλοκαίρι, που οι άνθρωποι είχανε περισσότερη όρεξη, συζητάγαμε, και φυσικά, κοιμόμασταν έξω για δροσιά. Συνηθίζαμε τότε να πηγαίνουμε στο βουνό για να μαζέψουμε ρίγανη. Από τα ξένα κτήματα τα παιδιά έκλεβαν φρούτα. Μόλις οι κορομηλιές «έδεναν» κορόμηλα, τα έτρωγαν άγουρα. Το ίδιο έκαναν και με τις δαμασκηνιές. Το καλοκαίρι, πάλι, κάνανε πολλές ζημιές στους αγρότες που καλλιεργούσανε καρπούζια. Με το σουγιά τους έκοβαν κομμάτια-δείγματα, για να δουν πιο είναι νοστιμότερο, και να το πάρουν. Αν, βέβαια, ο τσιφλικάς τους έπαιρνε είδηση, τότε θα τις «άρπαζαν» για τα καλά.
Κάθε Κυριακή πήγαινα, στην εκκλησία της Παναγίας του Ρεγγινιού. Τις Κυριακές η εκκλησία όχι, απλώς γέμιζε, αλλά ήτανε τίγκα στον κόσμο. Γενικά, ένας νέος ή μια νέα που πήγαινε συχνά στην εκκλησία (ειδικά όταν ήταν στο δημοτικό) έδινε καλή εικόνα στους μεγαλύτερους. Φυσικά αυτοί θα ’φερναν εκείνο το παιδί ως παράδειγμα προς μίμηση στα δικά τους παιδιά.
Με τη μουσική ασχολήθηκαν δύο ξαδέρφια μου. Ο ένας έπαιξε λαούτο, κι ο άλλος έπαιζε σαντούρι. Βλέπεις, δεν είχανε μπουζούκια τότε. Με τον αθλητισμό δεν ασχολούνταν και τόσο. Σ’ ένα γειτονικό χωριό, όμως, την Τιθορέα, γίνονταν αγώνες δρόμου (ανωμάλου) και τους έλεγαν «τα σύκα», γιατί στους νικητές έδιναν σύκα. Έτρεχαν νέοι άνθρωποι (έφηβοι) κι αργότερα, παιδιά.
Θυμάμαι ένα σύντομο ανέκδοτο που λέγανε οι κυράδες το ’70: - Ακούς, μαρέ; Πρώτα πήγαμε εμείς στο φεγγάρι. Οι Αμερικάνοι βρήκανε εκεί πάνω ένα δίφραγκο!!! (Εδώ γελάνε).


Ε. Κοινωνική-Πολιτιστική ζωή

Η οικογένειά μας διασκέδαζε κάθε φορά που είχαμε πανηγύρι. Όταν γιόρταζε κάποιος τοπικός άγιος γινότανε πανηγύρι. Εμείς χορεύαμε και τρώγαμε μαζί με τους μεγάλους. Τα τραγούδια που έπαιζαν ήταν παραδοσιακά δημοτικά. Η ορχήστρα είχε κλαρίνο, λαούτα (αργότερα αντικαταστάθηκε με ηλεκτρική κιθάρα), σαντούρι, και - φυσικά - τύμπανο ή νταούλι. Στο χωριό χορεύαμε παραδοσιακές χορούς, ξέρεις, τσάμικο, καλαματιανό…
Στις μεγάλες γιορτές Πάσχα, Χριστούγεννα πηγαίναμε πάντα στην εκκλησία, τρώγαμε κότα ψητή (Χριστούγεννα), ή ψήναμε αρνιά (Πάσχα). Όλοι μαζί ψήναμε τ’ αρνιά μας σε περιοχές που τις λέγαμε λάκκους. Σε κάθε λάκκο θα υπήρχε σίγουρα μια μικρή ορχήστρα.
Τη Σαρακοστή νηστεύαμε. Η νηστεία ήταν για όλους, δεν τρώγαμε τίποτα ζωικό. Η πρωτομαγιά ήταν ξεχωριστή. Τραγουδούσαμε ένα τραγούδι:
Πρωτομαγιά, τα λουλούδια γιορτάζουν
και τα πουλιά στα φύλλα τους φωλιάζουν,
τραγουδούν το Μάη-Μάη
γύρω στα κλαδιά.
και, πηγαίναμε στις πλαγιές, κόβαμε κλάρες από πουρνάρια, και στην πλατεία τους βάζαμε φωτιά, τις σηκώναμε ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας και φωνάζαμε «Έι!».
Στον πόλεμο χρειάστηκε να πάω στη Λαμία για να κρυφτώ από τους Γερμανούς στο σπίτι ενός συγγενή μας. Εκεί πήγα με κάρο.
Το παζάρι μας πρόσφερα ευκαιρίες ν’ αγοράσουμε και να πουλήσουμε ζώα.
Στον πόλεμο είχαν έρθει κάτι θεατρίνοι στο χωριό. Μια φορά, θυμάμαι, μου κάηκε λίγο η πίττα, και τα ξαδέρφια μου μού είπαν:
« - Και γι’ αυτό χωλοσκάς, μωρέ; Πάμε να δούμε τι θα παίξουν οι θεατρίνοι και τους τη δίνουμε για πληρωμή!»
Παρατσούκλια είχαμε πολλά στο χωριό. Επώνυμα δεν μπορώ να πω. Παρατσούκλια, όμως, θα σου πω και θα γελάς ως αύριο. Έχουμε και λέμε:
Ταρίτας: Αυτό το παιδί έκανε πως οδηγούσε αμάξι, και παρίστανε τον ήχο της κόρνας: Ταρί-ταρί-ταρί-ταρί! Του ’μεινε αυτό το παρατσούκλι.
Ταζ: Το ίδιο άτομο η γλώσσα του κόλλαγε. Έτσι, κάτι ήθελε να πει στην παρέα του, κόλλησε, κι έλεγε όλο Ταζ, Ταζ, Ταζ, Τάζ, Ταζ…
Μακαντώνια: Δύο αδέρφια: Ούτε και η ίδια τους η μάνα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον Μάκη απ’ τον Αντώνη. Έτσι, οι χωριανοί τους έλεγαν, Μακαντώνια, για να ’ναι σίγουροι πως έλεγαν για καθέναν το σωστό όνομα. Ο ένας αρραβωνιάστηκε, όμως η αρραβωνιαστικιά του έφυγε εξηγώντας στους γονείς της: αρραβωνιάστηκα έναν, και, υποψιάζομαι πως πήρα δύο!
Κορκόδειλος: Αυτός όταν ήταν νέος ήτανε ψηλός και λεπτός, ακριβώς όπως οι κροκόδειλοι.
Κακόγιωργας: Όταν ήταν νέος, ήτανε «πολύ καλό παιδί!»
Τρίτης ή Διάολος: Ειδικότης του: Οι ρουφιανιές. Οι χωριανοί αναρωτιούνται: «Αφού ο Θεός έφτιαξε τον Τρίτη, τι τον ήθελε τον διάολο;»
Σεϊτάνης: Το προηγούμενο πρόσωπο.
Βουνγκ: Αυτός έτρεχε πίσω απ’ το λεωφορείο αναπνέοντας τα αέρια της εξάτμισης, και φωνάζοντας : «Βουνγκ, βουνγκ, βουνγκ, βουνγκ!»
Σουβλής: Στην εποχή του οι σούβλες ήταν ξύλινες. Κατασκεύασε σούβλες. Ονειρευόταν ψητά, και, είχε όλα τα προσόντα για να τον πουν «Σουβλή» Τώρα, έχει χοληστερίνη 400, ζάχαρο 300, και ουρικό οξύ 11. Τρώει κολοκυθάκια νερόβραστα και αναπολεί τις παλιές ένδοξες ημέρες. Το μόνο που του απέμεινε είναι το παρελθόν και το παρατσούκλι «Σουβλής».
Τζαβέλλας: Έπαιξε κάποτε σ’ ένα σχολικό σκετς το Τζαβέλλα, και τον «κόλλησαν» το παρατσούκλι.
Παπα-διάολος: Δεν ήταν παπάς, ταξιτζής ήταν, και είχε το μαλλί αφάνα, προφανώς το κληρονόμησε από κάποιον πρόγονό του.
Πολυβόλος: Η αγαπημένη του, αφήγηση ήταν για τον Β΄ παγκόσμιο, κι έλεγε: Το π-π-π-π-πολυβόλο… (κόλλαγε στο «π».) Δεν άργησαν να του «κολλήσουν» το παρατσούκλι αυτό.
Ντούτσε: Αυτός Έμοιαζε με το Μουσολίνι, και τον ονόμασαν έτσι.
Τίτο: Αυτός έμοιαζε με τον Τίτο, και τον ονόμασαν έτσι.
Πατσαλιάς: Τον είπανε έτσι επειδή ήταν ατσούμπαλος.
Μάου-μάου: Όταν ήτανε μικρός πήγε στο περίπτερο και είπε:
«Δώμ’ ένα μάου μάου» (=Μίκυ Μάους) Από τότε τον λέμε Μάου-μάου.
Κασμάς: Έχει προτεταμένη μύτη, και τον είπανε «κασμά».
Παπα-Σουμάχερ : Αυτός ο παπάς τρέχει πολύ γρήγορα με το αυτοκίνητό του.
Κάτσικος : Τον είπανε έτσι λόγω του επαγγέλματός του. (τσοπάνης)
Μαρσάνας : Αυτός είναι ταξιτζής, και μαρσάρει πολύ με το ταξί.
Σουβλογιαννού : Η γυναίκα του Σουβλή.
Τσιλάρας : Δεν ξέρω από που βγαίνει.
Βάγιας : Στην εκκλησία έπαιρνε μάτσα ολόκληρα με δάφνες (δάφνες Απολλωνίες), δήθεν για ν’ αγιάσει το σπίτι του, ενώ τις κρέμαγε στο χαγιάτι του για να ρίχνει η γυναίκα του στη φακή.
Τσίτσας : «Να ’χαμε μια τσίτσα κρασί…» Εκεί ήταν το μυαλό του. Του απέμεινε η χοληστερίνη και το ζάχαρο, γαρνιρισμένη με καρδιοπάθειες. Το παρατσούκλι του ’μεινε.
Σκτέλλας : Ο Ηπειρώτης παππούς του έφτιαχνε κουτάλες. Στην Ήπειρο λέγονταν «σκτέλλες».
Τσαρχάκιας : Ο παππούς του έχασε τα παπούτσια του, και, γύριζε εδώ κι εκεί λέγοντας «Τα τσα’ρχάκια μ’, τα τσα’ρχάκια μ’!»
Χλιπ : Έφτιαχνε συρμάτινες ρόδες όταν ένα άλλο παιδί του είπε : «Οι δικές σου δεν κάνουνε χλιπ-χλιπ όταν στρίβουν». Τον έπιασε θλίψη. Τελικά του «κόλλησαν» το παρατσούκλι «χλιπ».
Φωλιάνας : Χάλαγε τις φωλιές των πουλιών. Τα πουλιά, όμως, του άφησαν αυτό το παρατσούκλι.
Τσιπάτος : Δεν βγαίνει απ’ το «τσίπα». Όταν στο κυνήγι σκότωνε κάποιο πουλί κι αυτό έπεφτε σε κάποια ρεματιά ή σε βάτα, έλεγε στα πιτσιρίκια που τον ακολουθούσαν: «Τσίπα το!» (=σύρε φερ ’το). Του ’μεινε το όνομα.
Ανεμοστρόβιλος : Αυτός ήταν ανάπηρος απ’ το ένα πόδι, και όταν χόρευε, ήταν σωστός… «ανεμοστρόβιλος!»
Μανταβός : Αυτός δεν έχει και τόσο καλές σχέσεις με το σαπούνι.
Κιτσώβας : Ένα στάδιο μετά το Μανταβό.
Πρεσβυτέρα : Είχε βλέψεις προς έναν παπά (ζωντοχήρο), αν και παντρεμένη.
Κάου : Έλεγε: «Τα λεφτά είναι μπαμ και κάου.» (= τα λεφτά είναι μετρητά). Του έμεινε το «κάου.»
Τζιτζέρας : Όλο γκιιζέραγε, δηλαδή γύρναγε εδώ κι εκεί. Έτσι τον είπανε «Τζιτζέρα».
Ρίγανης : Μάζευε ρίγανη απ’ το βουνό και των εμπορευόταν. Ελάχιστοι εκτός απ’ αυτόν γνωρίζουν το επώνυμό του.
Σάκης ο παθιάρης : Είναι ερωτευμένος μ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, όμως δική του δεν έχει.
Σκρούμπ’ς : Τα μαλλιά του άρπαξαν φωτιά όταν ήτανε μικρός. Έγιναν, δηλαδή, «σκρούμπος.» (= κάηκαν).
Σαρκοφάγος : Όταν ήτανε μικρός δάγκωσε τη γιαγιά του. Έτσι, του «κόλλησαν» αυτό το προσωνύμιο.
Σημαδεμένος : Ο δάσκαλος τον έβγαλε απ’ την παρέλαση επειδή ήταν τσαλακωμένο το πουκάμισό του. Έτρεξε σπίτι, έβαλε κάρβουνα στο σίδερο, το ασφάλισε καλά, και πήγε να σιδερώσει το γιακά του. Η κραυγή ακούστηκε ως την παρέλαση (έφτασ’ ο ρέκος στην Αγιαρσαλή). Αγιαρσαλή = Αγία Ιερουσαλήμ, εκκλησάκι στην κορφή του Παρνασσού.
Από την Κατοχή θυμάμαι που ο παππούς σου εκτελέσθηκε, (επιβίωσε όμως) στην Τιθορέα, ο προπάππος σου αιχμαλωτίστηκε στη μάχη της Κρήτης (απελευθερώθηκε μετά από 3 ημέρες). Η Τιθορέα κάηκε από τους Ιταλούς, που παραλίγο να κάψουν και τους Ρεγγινιώτες ζωντανούς μέσα στο σχολείο (οι Γερμανοί) …


Ζ. Συνθήκες ζωής

Το χειμώνα ζεσταινόμασταν με τζάκι. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαμε λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου, και φανάρια. Το φαγητό το μαγειρεύαμε στο τζάκι, με τσουκάλι. Τα ρούχα μας τα πλέναμε στη σκαφίδα με το χέρι. Το ψωμί το ζυμώναμε εμείς. Μετά με την πινακωτή το πηγαίναμε στο φούρνο και πάλι πηγαίναμε εκεί (στο φούρνο) να τα πάρουμε ψημένα.
Τα ρούχα που φόραγαν τις καθημερινές τα κορίτσια ήταν φούστα και πανωφόρι, ενώ τις εθνικές γιορτές στολή Αμαλίας. Τα αγόρια τις καθημερινές φόραγαν παντελόνια και στις εθνικές γιορτές φόραγαν φουστανέλα. Η παλιά γενιά, ο παππούς μου, λόγου χάρη, φόραγε φουστανέλα όλες τις μέρες. «Δεν αλλάζω ’γω την πίστη μου,» έλεγε. Γιατί, μια ολόκληρη ζωή, φόραγε φουστανέλα.
Στο σπίτι είχαμε αργαλειό. Τον δούλευα εγώ. Είχε οχτώ πατήθρες (= πετάλια). Τα πρότυπα των κοριτσιών τότε, ήταν να γίνουν καλές νοικοκυρές, σύζυγοι και μάνες.
Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει, τα ρούχα, τα μεταφορικά μέσα, ο τρόπος ντυσίματος, τα μυαλά των ανθρώπων επίσης. Δε λέω πως είναι κακό ή καλό, λέω τι έγινε. Γενικά, όμως, όλα έχουνε αλλάξει.


ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου